-
1 Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρο-μαντεῖον, τό,A divination by means of verses of Homer, PMag. Lond.121.148a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηρομαντεῖον
См. также в других словарях:
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek