Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὀτοτύξιοι

См. также в других словарях:

  • Οτοτύξιοι — Ὀτοτύξιοι, ot (Α) (κωμικό κύριο όν. στον Αριστοφ.) άνθρωποι τών θρήνων, θρηνωδοί, κλαψιάρηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. < ὀτοτοῖ, θρηνητικό επιφώνημα χάριν λογοπαιγνίου στο εθνικό όν. Ολοφύξιοι, κάτοικοι τής Ολοφύξον, πόλης στον Άθω] …   Dictionary of Greek

  • Ὀτοτύξιοι — men of Wails masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀτοτυξίους — Ὀτοτύξιοι men of Wails masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»