-
1 Οτοτύξιοι
-
2 Ὀτοτύξιοι
-
3 Οτοτυξιοι
οἱ шутл. ототиксии, т.е. рыдальцыχρῆσθαι τοῖσδε ψηφίσμασι καθάπερ Ὀλοφύξιοι. - Σὺ δέ γ΄ οἷσπερ Ὀ. χρήσει τάχα Arph. — (племя заоблачных кукушек) живет по тем же законам, что и олофиксии. - А вот ты у меня сейчас заживешь по тем, по которым живут рыдальцы (т.е. ты у меня сейчас заплачешь)
-
4 Ὀτοτύξιοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀτοτύξιοι
-
5 Οτοτυξίους
-
6 Ὀτοτυξίους
См. также в других словарях:
Οτοτύξιοι — Ὀτοτύξιοι, ot (Α) (κωμικό κύριο όν. στον Αριστοφ.) άνθρωποι τών θρήνων, θρηνωδοί, κλαψιάρηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. < ὀτοτοῖ, θρηνητικό επιφώνημα χάριν λογοπαιγνίου στο εθνικό όν. Ολοφύξιοι, κάτοικοι τής Ολοφύξον, πόλης στον Άθω] … Dictionary of Greek
Ὀτοτύξιοι — men of Wails masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀτοτυξίους — Ὀτοτύξιοι men of Wails masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)