Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὀρφικά

  • 1 Ορφικά

    Ὀρφεύς
    Orpheus: neut nom /voc /acc pl
    Ὀρφικά̱, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem nom /voc /acc dual
    Ὀρφικά̱, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    Ὀρφικός
    Orpheus: neut nom /voc /acc pl
    Ὀρφικά̱, Ὀρφικός
    Orpheus: fem nom /voc /acc dual
    Ὀρφικά̱, Ὀρφικός
    Orpheus: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ορφικά

  • 2 Ὀρφικά

    Ὀρφεύς
    Orpheus: neut nom /voc /acc pl
    Ὀρφικά̱, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem nom /voc /acc dual
    Ὀρφικά̱, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    Ὀρφικός
    Orpheus: neut nom /voc /acc pl
    Ὀρφικά̱, Ὀρφικός
    Orpheus: fem nom /voc /acc dual
    Ὀρφικά̱, Ὀρφικός
    Orpheus: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Ὀρφικά

  • 3 Ορφικάς

    Ὀρφικά̱ς, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem acc pl
    Ὀρφικά̱ς, Ὀρφικός
    Orpheus: fem acc pl

    Morphologia Graeca > Ορφικάς

  • 4 Ὀρφικάς

    Ὀρφικά̱ς, Ὀρφεύς
    Orpheus: fem acc pl
    Ὀρφικά̱ς, Ὀρφικός
    Orpheus: fem acc pl

    Morphologia Graeca > Ὀρφικάς

  • 5 επος

         ἔπος
        - εος τό тж. pl.
        1) слово
        

    παύρῳ ἔπει Pind. — в немногих словах;

        ἔ. πρὸς ἔ. Arph., Plat. — слово за слово;
        ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἶπαι Her.свести воедино и выразить все в одном слове

        2) слова, речь, рассказ, повествование
        

    ἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔ. καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди и услышь мои речи;

        ἅμα ἔ. τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как он сказал, так и сделал;
        ἔπεα ἀκράαντα Hom.пустые слова

        3) (данное) слово, обещание
        4) (тж. ἔ. μάντιος Hom.) вещее слово, прорицание Soph., Her.
        5) изречение, поговорка, пословица
        

    (τὸ παλαιὸν ἔ. Her.)

        ὡς ἔ. εἰπεῖν Aesch., Arph., Plat. — как говорится, так сказать

        6) предмет (речи), содержание, смысл
        

    πρὸς τί τοῦτο τοὔπος (= τὸ ἔ.) ἱστορεῖς ; Soph. — зачем ты толкуешь об этом?;

        τί πρὸς ἔ. ; Plat. — какое это имеет отношение к делу?;
        οὐδὲν πρὸς ἔ. Arph. — ни к чему, бесцельно

        7) весть, новость
        8) стихотворная строка, стих, преимущ. гексаметр

    (Ὁμήρου ἔ. ἐν Ὀδυοσείῃ Her.)

    ; pl. ἔπη эпическая, реже элегическая и лирическая поэзия
        

    (τὰ Κύπρια ἔπεα Her.; τὰ Ὀρφικὰ ἔπη Arst.)

        9) строка ( вообще)
        οὐδ΄ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφειν Luc. — описать менее, чем в семи строчках

    Древнегреческо-русский словарь > επος

См. также в других словарях:

  • Ὀρφικά — Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορφικά — Ιερά βιβλία, που πιστευόταν πως περιείχαν θείες αποκαλύψεις. Αποδίδονται στον Oρφέα (βλ. λ.), αλλά στην πραγματικότητα έχουν γραφεί από συγγραφείς διαφόρων χρόνων. Τα ιερά αυτά βιβλία περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους …   Dictionary of Greek

  • Ὀρφικάς — Ὀρφικά̱ς , Ὀρφεύς Orpheus fem acc pl Ὀρφικά̱ς , Ὀρφικός Orpheus fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Orphica —    • Όρφικά,          так называются различные стихотворения, неправильно приписываемые Орфею, которые критика относит к позднейшему времени и которые вообще явились после христианской эры.        1. Άργοναυτικά, поэма очень посредственного… …   Реальный словарь классических древностей

  • ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας …   Dictionary of Greek

  • Orphism (religion) — Orphic mosaics were found in many late Roman villas Orphism (more rarely Orphicism) (Ancient Greek: Ὀρφικά) is the name given to a set of religious[1] beliefs and practices in the ancient Greek and the Hellenistic wo …   Wikipedia

  • Орфей — (Όρφεύς). Имя О. связано как с ранней историей греческой литературы; в которой он занимает место как мифический поэт фракийского происхождения, так и с историей греческой религии, в которой он является установителем особого вероучения и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • κλώδωνες — Ονομασία, στη Μακεδονία, των γυναικών που συμμετείχαν στα ορφικά και διονυσιακά όργια. Οι Κ. ονομάζονταν και Μιμαλλόνες. * * * κλώδωνες, αἱ (Α) μακεδονική επωνυμία τών Μαινάδων («αἱ τῇδε γυναῖκες... Κλώδωνές τε καὶ Μιμαλλόνες ἐπωνυμίαν ἔχουσαι»,… …   Dictionary of Greek

  • ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»