-
1 Ορτυγίη
ὈρτυγίαQuail-island: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὈρτυγίαQuail-island: fem dat sg (epic ionic) -
2 Ὀρτυγίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὀρτυγίη
-
3 Ὀρτυγίη
Βλ. λ. Ορτυγίη -
4 Ὀρτυγίῃ
Βλ. λ. Ορτυγίη -
5 Ορτυγίηι
-
6 Ὀρτυγίηι
См. также в других словарях:
Ὀρτυγίη — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίῃ — Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρτυγίηι — Ὀρτυγίῃ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary