Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ὀρτυγίη

См. также в других словарях:

  • Ὀρτυγίη — Ὀρτυγία Quail island fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίῃ — Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρτυγίηι — Ὀρτυγίῃ , Ὀρτυγία Quail island fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… …   Dictionary of Greek

  • u̯ortoko- (*su̯ortoko-) —     u̯ortoko (*su̯ortoko )     English meaning: quail     Deutsche Übersetzung: “Wachtel”     Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»