Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ὀπόεις

См. также в других словарях:

  • οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… …   Dictionary of Greek

  • Ὀπόεις — fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεις — juicy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεντα — ὀπόεις juicy neut nom/voc/acc pl ὀπόεις juicy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντα — Ὀπόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντι — Ὀπόεις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντος — Ὀπόεις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦς — Ὀπόεις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀπόεντα — Ὀπόεις fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀπόεντας — Ὀπόεις fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεντας — ὀπόεις juicy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»