-
1 Οπόεις
-
2 Ὀπόεις
-
3 οπόεις
-
4 ὀπόεις
-
5 ὀπόεις
ὀπόεις, εσσα, εν, saftig, saftreich, Nic. Al. 318.
-
6 Οποεις
-
7 Ὀπόεις
a city of Opuntian Lokris.κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος O. 9.14
b king of the Epeians of Elis, father of Protogeneia, and grandfather of Opous the eponymous hero of the Lokrian city.θύγατῤ ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις O. 9.58
-
8 ὀπόεις
-
9 Ὀπόεις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὀπόεις
-
10 ὀπόεις
ὀπόεις, εσσα, εν, saftig, saftreich -
11 οπόεντα
-
12 ὀπόεντα
-
13 αγλαοδενδρος
-
14 Οπούντα
-
15 Ὀποῦντα
-
16 Οπούντι
-
17 Ὀποῦντι
-
18 Οπούντος
-
19 Ὀποῦντος
-
20 Οπούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… … Dictionary of Greek
Ὀπόεις — fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπόεις — juicy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπόεντα — ὀπόεις juicy neut nom/voc/acc pl ὀπόεις juicy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀποῦντα — Ὀπόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀποῦντι — Ὀπόεις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀποῦντος — Ὀπόεις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀποῦς — Ὀπόεις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπόεντα — Ὀπόεις fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπόεντας — Ὀπόεις fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπόεντας — ὀπόεις juicy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)