-
1 Ολυμπιονίκη
Ὀλυμπιονί̱κη, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κη, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc voc sg (doric)——————Ὀλυμπιονί̱κῃ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem dat sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κῃ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc dat sg (attic epic doric ionic) -
2 Ὀλυμπιονίκη
Βλ. λ. Ολυμπιονίκη -
3 Ὀλυμπιονίκῃ
Βλ. λ. Ολυμπιονίκη -
4 Ὀλυμπιονίκη
A victory at Olympia, Id.4.17, Antipho Soph.49 (both pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὀλυμπιονίκη
-
5 Ολυμπιονίκα
Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc /acc dualὈλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom /voc /acc dual (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen sg (doric aeolic) -
6 Ὀλυμπιονίκα
Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc /acc dualὈλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem nom /voc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom /voc /acc dual (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱ, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen sg (doric aeolic) -
7 Ολυμπιονίκας
Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc plὈλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc pl (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc plὈλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc pl (doric)Ὀλυμπιονί̱κᾱς, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 Ολυμπιονικών
Ὀλυμπιονῑκῶν, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen plὈλυμπιονῑκῶν, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen pl (doric) -
10 Ὀλυμπιονικῶν
Ὀλυμπιονῑκῶν, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen plὈλυμπιονῑκῶν, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc gen pl (doric) -
11 Ολυμπιονίκαις
Ὀλυμπιονί̱καις, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem dat plὈλυμπιονί̱καις, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc dat pl (doric) -
12 Ὀλυμπιονίκαις
Ὀλυμπιονί̱καις, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem dat plὈλυμπιονί̱καις, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc dat pl (doric) -
13 Ολυμπιονίκαν
Ὀλυμπιονί̱κᾱν, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱν, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc sg (epic doric aeolic) -
14 Ὀλυμπιονίκαν
Ὀλυμπιονί̱κᾱν, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc sg (doric aeolic)Ὀλυμπιονί̱κᾱν, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc sg (epic doric aeolic) -
15 Ολυμπιονίκην
Ὀλυμπιονί̱κην, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κην, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc sg (attic epic doric ionic) -
16 Ὀλυμπιονίκην
Ὀλυμπιονί̱κην, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem acc sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κην, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc acc sg (attic epic doric ionic) -
17 Ολυμπιονίκης
Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (doric) -
18 Ὀλυμπιονίκης
Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηvictory at Olympia: fem gen sg (attic epic ionic)Ὀλυμπιονί̱κης, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc nom sg (doric)
См. также в других словарях:
ολυμπιονίκη — ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α) η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη] … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονίκη — Ὀλυμπιονί̱κη , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc sg (attic epic ionic) Ὀλυμπιονί̱κη , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιονίκῃ — Ὀλυμπιονί̱κῃ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem dat sg (attic epic ionic) Ὀλυμπιονί̱κῃ , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναυκύδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ν. ο πρεσβύτερος (5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Καταγόταν από το Άργος και ήταν αδελφός του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου. Πρέπει να ήταν πολύ νεότερος από τον αδελφό του, γιατί ο Πλίνιος αναφέρει ότι έζησε κατά την 95η… … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονίκα — Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc/acc dual Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom/voc/acc dual (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιονίκας — Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem acc pl Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem gen sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc acc pl (doric) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λούης — ο φρ. «γίνομαι Λούης» φεύγω τρέχοντας πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επώνυμο τού πρώτου σύγχρονου Έλληνα Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμου Σπ. Λούη] … Dictionary of Greek
Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
τόφαλος — ο, Ν (για πρόσ.) σωματώδης, ογκώδης, άτομο μεγάλου ύψους και εύρους («το παιδί αυτό είναι σωστός τόφαλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Τόφαλος Δημήτριος, ολυμπιονίκη τής άρσης βαρών] … Dictionary of Greek
Αγελάδας — (6ος 5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από το Άργος, κυρίως χαλκοπλάστης. Έργα του δεν έχουν σωθεί, η σπουδαιότητά του όμως προκύπτει από μαρτυρίες και από την παράδοση, κατά την οποία υπήρξε δάσκαλος των τριών μεγάλων γλυπτών του 5ου αι.: Φειδία, Μύρωνα και … Dictionary of Greek