Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ὀιλέα

См. также в других словарях:

  • Ὀιλέα — Ὀϊλέᾱ , Ὀϊλεύς Oïleus masc acc sg Ὀιλέᾱ , Ὀιλεύς Oïleus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • Οπούς — Αρχαία πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη των Αν. Λοκρών. Η πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, ήταν δε πατρίδα του Πάτροκλου και του Αίαντα του Οϊλέα, προς τιμή του οποίου τελούνταν εδώ τα Αιάντεια. Στην περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • όπους — Αρχαία πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη των Αν. Λοκρών. Η πόλη, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, ήταν δε πατρίδα του Πάτροκλου και του Αίαντα του Οϊλέα, προς τιμή του οποίου τελούνταν εδώ τα Αιάντεια. Στην περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Αλκιμάχη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μαινάδα από τη Λήμνο, η οποία συνόδευσε τον Διόνυσο στις Ινδίες. 2. Κόρη του Αιακού, ερωμένη του Οϊλέα, καθώς και μητέρα του Μέδωνα. 3. Κόρη του Φύλακου και μητέρα του Αίαντα του Λοκρού …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Εριώπη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μητέρα του Αίαντα του Οϊλέα ή Λοκρού, κόρη του Φέρητα και αδελφή του Άδμητου. Αναφέρεται στην Ιλιάδα. Μερικοί την αποκαλούν και Αλκιμάχη …   Dictionary of Greek

  • Λοκροί — Οι αρχαίοι κάτοικοι της Λοκρίδας. Όπως φαίνεται από τη γλώσσα τους, οι Λ. ήταν κράμα βορειοδυτικών ελληνικών φύλων, που κατέβηκαν από τα Β και έφτασαν μέχρι την οροσειρά της Πίνδου. Εκεί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία, αφού ακολούθησε τη… …   Dictionary of Greek

  • Νάρυξ — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη του Ευβοϊκού κόλπου, πατρίδα του Αίαντα του Οιλέα. Λεγόταν και Νάρυκος. 2. Πόλη της Μεγάλης Ελλάδας στη χώρα των Βρουττίων Λοκρών, τη σημερινή Καλαβρία. Είχε χτιστεί από αποίκους της πόλης αυτής, και από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»