-
41 εφοσα
-
42 οσσατιος
3ὁσσάτιόν τε καὴ οἷον ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν! Hom. — скольких, да и каких погубил (Зевс) ахейцев!
-
43 οσσος
-
44 δήττοτε
-
45 χώσον
ὅσον, ὅσοςas great as: masc acc sgὅσον, ὅσοςas great as: neut nom /voc /acc sg——————χόωthrow: aor imperat act 2nd sgχόωthrow: fut part act masc voc sgχόωthrow: fut part act neut nom /voc /acc sg -
46 όσαι
-
47 ὅσαι
-
48 όσαιπερ
-
49 ὅσαιπερ
-
50 όσας
-
51 ὅσας
-
52 όσασπερ
-
53 ὅσασπερ
-
54 όση
ὅσοςas great as: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὅσοςas great as: fem dat sg (attic epic ionic) -
55 όσηπερ
ὅση, ὅσοςas great as: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὅσῃ, ὅσοςas great as: fem dat sg (attic epic ionic) -
56 όσον
-
57 ὅσον
-
58 όσονπερ
-
59 ὅσονπερ
-
60 όσοσπερ
См. также в других словарях:
ὅσος — as great as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek
όσος — η, ο αντων. αναφ. 1. τόσο μεγάλος ή πολύς: Του έδωσα όσα ζήτησε. 2. οποιοσδήποτε σε μέγεθος, ποσό, ένταση: Να μην κλαις, ο καημός σου όσος και να ναι (Μαβίλης). 3. όλος, ολόκληρος: Όσα είχα τα έχασα. 4. φρ., «όσα όσα», σε οποιαδήποτε τιμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl ὅσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσον — ὅσος as great as masc acc sg ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσοσπερ — ὅσος , ὅσος as great as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl (epic) ὅσσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσον — ὅσος as great as masc acc sg (epic) ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσων — ὅσος as great as fem gen pl (epic) ὅσος as great as masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)