-
61 ὁσέων
-
62 χώσοι
-
63 χὤσοι
-
64 χώσσους
-
65 χὤσσους
-
66 όσαις
-
67 ὅσαις
-
68 όσαισι
-
69 ὅσαισι
-
70 όσαισιν
-
71 ὅσαισιν
-
72 όσαν
-
73 ὅσαν
-
74 όσηι
-
75 ὅσηι
-
76 όσην
-
77 ὅσην
-
78 όσηνπερ
-
79 ὅσηνπερ
-
80 όσης
См. также в других словарях:
ὅσος — as great as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek
όσος — η, ο αντων. αναφ. 1. τόσο μεγάλος ή πολύς: Του έδωσα όσα ζήτησε. 2. οποιοσδήποτε σε μέγεθος, ποσό, ένταση: Να μην κλαις, ο καημός σου όσος και να ναι (Μαβίλης). 3. όλος, ολόκληρος: Όσα είχα τα έχασα. 4. φρ., «όσα όσα», σε οποιαδήποτε τιμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὅσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual ὅσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσα — ὅσος as great as neut nom/voc/acc pl (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc/acc dual (epic) ὅσσᾱ , ὅσος as great as fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl ὅσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσον — ὅσος as great as masc acc sg ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσοσπερ — ὅσος , ὅσος as great as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσαι — ὅσος as great as fem nom/voc pl (epic) ὅσσᾱͅ , ὅσος as great as fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσον — ὅσος as great as masc acc sg (epic) ὅσος as great as neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅσσων — ὅσος as great as fem gen pl (epic) ὅσος as great as masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)