-
1 ἀπο-βοή
ἀπο-βοή, ἡ, f. l. für ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα, s. ἀπό.
-
2 βοή
βοή, ἡ, 1) das Geschrei, der Ruf, βοὴν βοᾶν Ar. Nub. 1138; ἀϋτεῖν Eur. Hec. 1092; κελαδεῖν Hel. 375; ἀνολολύζειν Troa. 999; ϑωΰσσειν Soph. Ai. 335; bes. bei Hom. Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, βοὴν ἀγαϑός, tüchtig zum lauten Schlachtruf, zur Schlacht selbst, Beiwort des Menelaus u. anderer Helden, βοὴν ἀγαϑὸς Μενέλαος Iliad. 2, 408, βοὴν ἀγαϑὸς Διομήδης 5, 347, βοὴν ἀγαϑὸς Αἴας 15, 249, βοὴν ἀγαϑὸν Πολίτην 24, 250, Ἕκτωρ βοὴν ἀγαϑός 13, 123; von einem Heere, Aesch. Spt. 88; u. übh. von verworrenem Geschrei, bes. der Klage, ϑόρυβος καὶ βοή Plat. Tim. 70 e; ἄμουσοι βοαὶ πλήϑους Lgg. III. 700 c; κλαυμοναὶ καὶ βοαί VII, 792 a. Uebtr., von leblosen Dingen, vom Brausen des Meeres, vgl. Od. 24, 48; von Flöten, βοὰν ἔχειν, = βοᾶν, Iliad. 18, 495 ἐν δ' ἄρα τοῖσιν αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον; αὐλῶν, καλάμοιο, λυρᾶν, Pind. Ol. 3, 8 N. 5, 38 P. 10, 39; Πιερίδων 1, 13; σάλπιγγος Aesch. Spt. 376; ξύναυλος ὕμνων βοά Ar. Ran. 212; ἐν Φρυγίαις βοαῖς Eur. Bacch. 159; ὄρνις ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1021. Bei Eur. Ion. 92 von der Stimme Apollo's im Orakel. – 2) flehender Anruf, Gebet, Tragg., Aesch. Spt. 254 Ch. 497; Soph. El. 630; Eur. Phoen. 1050. – 3) = βοήϑεια, herbeigerufene Hülfe, Aesch. Ag. 1322 Suppl. 711. – 4) ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. 8, 92; Xen. Hell. 2, 4, 31; ὅσον ἀπὸ βοῆς D. Cass. öfter, nur mit blindem Lärm, zum Schein.
См. также в других словарях:
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
δίχα — (AM) [δις] (πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» χωρίς ανθρώπους γ. «μόνη, φασγάνου δίχα» μόνη, χωρίς ξίφος) αρχ. Ι. επίρρ. 1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε… … Dictionary of Greek