-
1 όρμοιο
-
2 ὅρμοιο
См. также в других словарях:
ὅρμοιο — ὅρμος cord masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 όρμοιο
2 ὅρμοιο
ὅρμοιο — ὅρμος cord masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)