-
121 συνθαπτω
1) хоронить вместе(τινί τινα Eur.)
γνωσθέντες τῇ σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ Thuc. — опознанные по форме погребенного вместе (с ними) оружия2) участвовать в погребении, хоронить(τὸν θανόντα Soph.)
-
122 συρραξις
-
123 σχεσις
- εως ἥ1) манера держатьсяτί διαφέρει σ. ἕξεως ; Luc. — чем отличаются манеры от навыков?
2) позиция, фигура (sc. τῆς ὀρχήσεως Plut.)3) состояние, (тело)сложение(ἀθλητική Diog.L.)
4) характер, форма, манераἡ τῶν ὅπλων σ. Aesch., Plat. — характер (виды) оружия;
βίου σ. Dem. — образ жизни5) отношениеτὸ δεξιὸν κατὰ τέν πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῖται Diog.L. — правое мыслится лишь по отношению к чему-л. другому
6) сношения, связь(ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Arst.)
7) задержка, остановка Plat., Arst. -
124 φορημα
- ατος τό1) ноша, груз Soph., Xen.2) бремя, обуза(Eur. - v. l. φρόνημα)
φ. ὅ φόβος (ἐστίν) Xen. — страх - (тяжелая) обуза3) одежда, наряд Arst.τὸ τῶν ὅπλων φ. Xen. — вооружение
4) украшение Arph.φ. περιβραχιόνιον Plut. — браслет
5) (лат. ferculum) носилки, паланкин Plut.6) ( = οἱ См. οι φορεῖς) группа несущих паланкин, носильщики Polyb. -
125 χρησις
I- εως, дор. ιος ἥ [χράομαι I]1) (ис)пользование, употребление, применениеὅπλων χ. Plat. — употребление оружия;
ἀγαθὸς εἰς τέν χρῆσιν Xen. — годный для использования;πρὸς τὰς πολιτικὰς χρήσεις Arst. — для гражданских целей2) полезность, польза(ἀνέμων Pind.)
χρῆσιν ἔχειν Dem. — быть полезным3) сношения, общение(αἱ οἴκοι χρήσεις Isocr.; πρὸς ἀλλήλους Arst.)
ἥ χ. τῶν ἀφροδισίων Plut. — любовные утехиII- εως, дор. ιος ἥ [χράω III] оракул, вещее слово Pind. -
126 ψιλος
31) голый, лишенный растительности, безлесный(ἄροσις Hom.; πεδίον Her.; χώρα Xen.; γῆ Plat.)
γεωργία ψιλή τε καὴ πεφυτευμένη Arst. — земледелие посевное и садовое, т.е. полеводство и садоводство2) голый, безволосый(ψ. κατὰ τὸ σῶμα Arst.)
ψ. κεφαλήν Her. и ψ. τὰ περὴ τέν κεφαλήν Arst. — с голой головой, лысый (ср. 7);δέρμα ἐλάφοιο ψιλόν Hom. — оленья шкура с облезшей шерстью;τὰς γνάθους ψιλὰς ἔχειν Arph. — быть безбородым;τέν ἡμίκραιραν τέν ἑτέραν ψιλέν ἔχων Arph. — с наполовину обритой головой;ψ. κύων Xen. — короткошерстая собака3) непокрытый (попоной), неоседланный(ἵππος Xen.)
4) непокрытый землей, непогребенный(νέκυς Soph.)
5) очищенный, общипанный(θρίδαξ Her.)
6) один (лишь), одинокийψιλέ τρόπις Hom. — отломившийся (от корабля) киль;
φιλαὴ μάχαιραι Xen. — мечи без перевязей;ψιλὸν ὄμμα Soph. — единственный глаз (слепого Эдипа), т.е. Антигона;ἀριθμητικέ ψιλέ εἴτε ἐπίπεδος Plat. — арифметика чистая или прилагаемая к плоскостям, т.е. планиметрия;ψιλῷ τῷ στόματι μεταχειρίζεσθαι μουσικήν Plat. — исполнять песни одним голосом, т.е. без музыкальных инструментов;ψιλοὴ λογοι ( реже ψ. λόγος) Plat., Arst. — нестихотворная речь, проза, но тж. Plat., Dem. отвлеченные (пустые или бездоказательные) речи;ψιλέ μουσική Arst. — музыка без пения;φιλὸν μέλος Plut. — песня без инструментального сопровождения7) лишенныйψ. δενδρέων Her. — безлесный;
ψ. ἱππέων Xen. — лишенный конницы;ψ. σώματος Plat. — бесплотный;τέχναι ψιλαὴ τῶν πράξεων Plat. — искусства, не имеющие практического применения;ψ. ὅπλων Plat. — невооруженный, безоружный;ψιλέν ἔχων τέν κεφαλήν Xen. — без шлема на голове (ср. 2)8) легковооруженный(ὅμιλος Thuc.; δύναμις Arst.)
οἱ ψιλοί Her., Xen. — легковооруженные солдаты (отряды);αἱ ψιλαὴ ἐργασίαι Arst. — действия легковооруженных войск9) безоружный, беззащитный(ψ., οὐκ ἔχων τροφήν Soph.)
10) грам. простой, т.е. не имеющий придыхания (лат. tenuis, напр., π, κ, τ в отличие от φ, χ, θ), не имеющий сильного придыхания, т.е. со слабым придыханием (лат. lenis) или краткий (напр., ε в отличие от η; υ стало называться ψιλόν, когда утратило архаическое произношение ου) -
127 отдача
отдач||аж1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·5. мор.:\отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη. -
128 ιαχή
См. также в других словарях:
Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ονυχογλυφίδα — η ειδικό εργαλείο τών πεταλωτών που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οπλών τών ιπποειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + γλυφίδα] … Dictionary of Greek
ονυχιστήριο — το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον) μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek
πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek