-
1 καταχέω
καταχέω, Il.6.496 (tm.), al.: [tense] aor. 1 κατέχεα, [dialect] Ep. and Lyr. κατέχευα (v. infr.):—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor. 1Aκατεχεύατο Call.Hec.1.1.11
; inf. -χέασθαι Hdt.1.50
:—[voice] Pass., [tense] pf. κατακέχυμαι Orac. ap. Hdt.7.140 (tm.): [tense] aor. - εχύθην E.Hipp. 854 (lyr.): [dialect] Ep.[tense] aor.[voice] Pass. (freq.in tm.) κατέχυτο, κατέχυντο, Il.20.282, Od.12.411, h.Ven. 228:—pour down upon, pour over, c. dat.,κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν Il.14.435
; soἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Od.7.42
; ;τῷ γε χάριν κατέχευεν' Ἀθήνη Od.2.12
, etc.;σφιν.. πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Il.2.670
;μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ 23.408
, cf. Od.14.38;οἷ.. κατ' αἶσχος ἔχευε 11.433
; ;νεφέλαν κρατὶ κατέχευας Pi.P.1.8
; ἀντιπάλοις φόνον Epigr. ap. Plu. Marc.30:—[voice] Pass.,κὰδ δ' ἄχος οἱ χύτο ὀφθαλμοῖσι Il.20.282
; κατὰ.. ὀρόφοισιν αἷμα.. κέχυται Orac. ap. Hdt. l. c.; δάκρυσι βλέφαρα-χυθέντα E.l.c.;οἱ -χυθέντες J.BJ3.7.29
:—also [voice] Act. c. gen., rarely in Hom.,ὅς σφωϊν.. ἔλαιον χαιτάων κατέχευε Il.23.282
, cf. 765: freq. later,καταχέουσι αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Hdt.4.62
;κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ar.Ach. 1040
; ἔτνος τοὐλατῆρος ib. 246;τοῦ δήμου καταχεῖν.. πλουθυγίειαν Id.Eq. 1091
;ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Id.Nu.74
, cf. Pl. 790;βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Pl.Lg.8o
od; alsoκὰδ δὲ χευάτω μύρον.. κὰτ τὼ στήθεος Alc.36
, cf. Pl.R. 398a:—[voice] Med., κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι [ ἄκρατον] letting it be poured over.., Id.Lg. 637e:— [voice] Pass., .2simply, pour, shower down, χιόνα, νιφάδας ἐπὶ χθονί, Od.19.206, Il.12.158;ψιάδας κ. ἔραζε 16.459
; so ;κατὰ δ' ὕπνον ἔχευεν Od.11.245
:—[voice] Med., νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.l.c.:—[voice] Pass.,ἴδρως κακχέεται Sapph.2.13
.b throw, cast down,θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il.6.134
;κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619
; ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411; πέπλον μὲν.. κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the floor, Il.5.734;τεῖχος.. εἰς ἅλα πᾶν κ. 7.461
:—[voice] Med., Pl.Ti. 41d; χαίταν let fall, Call.Cer.5 c. metaph.,κοινολογίας.. ἡδονὴν -χεούσης Phld.D.3.14
.3 [voice] Pass., to be poured over the ground, be there in heaps,ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων] κατακεχύαται Hdt.2.75
; of persons, to be spread, dispersed, Eun.Hist.p.239 D.II cause to flow, run, [χρυσὸν] ἐς πίθους τήξας κ. Hdt.3.96
:—[voice] Med., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Id.1.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχέω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский