Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ὅμοια

  • 21 ровно

    επίρ.
    1. ομαλά.
    2. ευθέως, ίσα.
    3. κανονικά, χωρίς διακυμάνσεις.
    4. ακριβώς, α-κρίβεκχ•

    ровно пять дней ακριβώς πέντε μέρες•

    ровно два часа ακριβώς δυό ώρες•

    ровно десять рублей ακριβώς δέκα ρούβλια.

    5. εντελώς, τελείως• απόλυτα•

    он ровно ничего не понял αυτός τίποτε απολύτως δεν κατάλαβε.

    6. όμοια, σαν, ωσάν, σάμπως.
    7. (διαλκ.)• παρνθ. λ. φαίνεται, κατ εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > ровно

  • 22 согласно

    επίρ., κ. πρόθ.
    1. επίρ. ομοίως, όμοια, το ίδιο.
    2. μονοιασμένα, με ομόνοια, με σύμπνοια.
    3. ομόφωνα, αρμονικά.
    4. πρόθ. με δοτ. σύμφωνα•

    согласно закону σύμφωνα με το νόμο•

    согласно уставу σύμφωνα με το καταστατικό.

    Большой русско-греческий словарь > согласно

  • 23 ферт

    α.
    1. φερτ (παλαιά ονομασία του γράμματος «Ф»).
    2. κομψευόμενος, μάγκας• λιμοκοντόρος.
    εκφρ.
    - ом стоять – στέκομαι μάγκικα (στηρίζοντας τα χέρια στα πλευρά, όμοια με το γράμμα «Ф»); -ом ходить βαδίζω μάγκικα.

    Большой русско-греческий словарь > ферт

  • 24 шестерной

    επ.
    1. εξαπλούς, εξαπλάσιος (αποτελούμενος από έξι όμοια μέρη).
    2. έξι φορές μεγαλύτερος•

    -ое количество εξαπλάσια ποσότητα.

    Большой русско-греческий словарь > шестерной

  • 25 штука

    θ.
    1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•

    пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•

    штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•

    работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•

    сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•

    двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.

    2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.
    3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).
    εκφρ.
    не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•
    вот так -! – νά σου πράγμα!

    Большой русско-греческий словарь > штука

См. также в других словарях:

  • ὁμοία — ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc/acc dual ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίᾳ — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμοια — επίρρ. βλ. όμοιος …   Dictionary of Greek

  • ὁμοῖα — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοια — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίας — ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem acc pl (attic epic ionic) ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem acc pl ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίαι — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίαν — ὁμοίᾱν , ὅμοιος like fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱν , ὁμοῖος like fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοι' — ὅμοια , ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὅμοιε , ὅμοιος like masc voc sg (attic ionic) ὅμοιαι , ὅμοιος like fem nom/voc pl (attic ionic) ὅμοια , ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl ὅμοιε , ὁμοῖος like masc voc sg ὅμοιαι , ὁμοῖος like fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»