-
1 ион
το ιόνсоставной - см. комплексныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ион
-
2 относиться
1. мат. βρίσκομαι σε σχέση μεА -ся к В как В -ся к Г το Α έχει σχέση με το Β όμοια (με τη σχέση) του Β με το Γ2. (входить в состав кого-, чего-л.) συμπεριλαμβάνομαι, ανήκω, απαρτίζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > относиться
-
3 удовлетворять
ικανοποιώ- требованиям ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις, ικανοποιώ τα αιτήματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удовлетворять
-
4 фигура
1. физ., мат. το σχήμα, η μορφήη φιγούρα (ξεν.)2. (положение, позиция) η στάση 3. (физический облик, телосложение) η μορφήразг. η κορμοστασιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фигура
-
5 кошка
ко́шк||аж ἡ γάτα, ἡ γαλή· ◊ жить как \кошка с собакой разг τά πηγαίνομε σάν τόν σκύλο μέ τή γάτα· у меня \кошкаи скребу́т на сердце разг εἶμαι βαριά ἡ καρδιά μου, εἶμαι στενοχωρημένος· играть в \кошкаи-мышки παίζω σάν τή γάτα μέ τό ποντίκι· ночью все \кошкаи серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πἄσα γυνή ὀμοία· зни́ет \кошка, чье мясо съела погов. ^ ὀποιος ἐσκάρωσε τή δουλειά ξέρει τί ἐφτιαξε· черная \кошка пробежала между ними ψυχ-ράθηκαν ὁ£ σχέσεις τους. -
6 ночью
ноч||ьюнареч τήν νύχχα:сегодня \ночьюью ἀπόψετή νύχτα:вчера \ночьюыо, прошлой \ночьюью χθες τή νύχτα· \ночьюью и днем νύχτα καί μέρα, νυχθημερόν ◊ \ночьюью все кошки серы погов. λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ὀμοία. -
7 одинаковый
одинаков||ыйприл ὀμοιος, ίσος, ἰδιος/ ταυτόσημος (по смыслу):\одинаковыйые взгляды ὀμοια φρονήματα, ὀμοιες ίδέες· они́ \одинаковыйого роста ἔχουν τό ἰδιο ἀνάστημα, ἔχουν τό ίδιο μπόϊ· \одинаковыйым способом μέ τόν ἰδιον τρόπο· в \одинаковыйой мере στον ἰδιο βαθμό. -
8 равно
равно1. нареч (одинаково) уст. ὅμοια, τό ἰδιο:он поступает \равно со всеми σέ ὅλους φέρνεται τό ίδιο·2. предик безл (равняется) ἰσον:пять плюс три \равно восьми πέντε καί τρία ίσον ὁκτώ·3. союз καθώς, ὀπως καί:\равно как и... καθώς ἐπίσης καί...· ◊ все \равно... τό ἰδιο κάνει...· мне все \равно τό ίδιο μοῦ κάνει, μοῦ εἶναι ἀδιάφορο· это все \равно, что... εἶναι (τό ίδιο) σάν... -
9 так
так1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·3. нареч (настолько) τόσο[ν]:я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·4. частица (в таком случае, тогда) τότε:я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:\так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·6. частица усилительная:вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·9. союз:\так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·10. союз:\так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε. -
10 равно
[ραβνό] εκίρ. όμοια, το ίδιο -
11 равно
[ραβνό] επίρ όμοια, το ίδιο -
12 вроде
πρόθ.1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.
2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
εκφρ.вроде как ή бы – βλ. ανωτ. 2 σημ. -
13 наравне
επίρ.1. εξ ίσου, ίσα, στο ίδιο ύψος, βάθος, επίπεδο κ.τ.τ., στην ίδια γραμμή• με ίση ταχύτητα, δύναμη.2. το ίδιο (όπως), όμοια•старики работают наравне с.молодыми οι γέροι δουλεύουν το ίδιο σαν τους νεολαίους.
-
14 наряду
επίρ. (με οργν.) στην ίδια σειρά, της ίδιας τάξης• εξ ίσου με, όμοια, το ίδιο όπως.,.,το ίδιο με...εκφρ.наряду с этим – δίπλα σ αυτό, κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, παράλληλα. -
15 ночью
επίρ.τη νύχτα•ночью всё спало τη νύ-τα όλα κοιμούνταν•
днм и ночью μέρα και νύχτα•
ночью все кошки серы παρμ. λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή ομοία.
-
16 одинаково
επίρ.όμοια, το ίδιο. || εξίσου, στον ίδιο βαθμό. -
17 подобно
(επίρ. κ. πρόθεση)• όμοια, το ίδιο καθώς, όπως, ως, σαν•подобно тому как το ίδιο όπως.
-
18 равно
1. (γραπ. λόγος)•επίρ.όμοια, ίσα, εζ ίσου, το ίδιο, στον ίδιο βαθμό•я люблю равно всех моих детей αγαπώ το ίδιο όλα μου τα παιδιά.• для меня всё равно για μένα είναι το ίδιο)•
мне всё равно για μένα το ίδιο είναι.
2. ως κατηγ. ισούται•четыре плюс два равно шести τέσσερα και (συν) δύο κάνουν (γίνονται) έξι•
восемь минус три равно пяти οχτώ πλην τρία=πέντε.
3. (γραπ. λόγος) επίσης, ομοίως. -
19 равный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноίσος, όμοιος•-ые силы ίσες δυνάμεις•
-ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•
быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•
ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•
-ым образом εξ ίσου, όμοια•
на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•
относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•
у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.
-
20 ровно
επίρ.1. ομαλά.2. ευθέως, ίσα.3. κανονικά, χωρίς διακυμάνσεις.4. ακριβώς, α-κρίβεκχ•ровно пять дней ακριβώς πέντε μέρες•
ровно два часа ακριβώς δυό ώρες•
ровно десять рублей ακριβώς δέκα ρούβλια.
5. εντελώς, τελείως• απόλυτα•он ровно ничего не понял αυτός τίποτε απολύτως δεν κατάλαβε.
6. όμοια, σαν, ωσάν, σάμπως.7. (διαλκ.)• παρνθ. λ. φαίνεται, κατ εμένα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁμοία — ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ὁμοίᾱ , ὅμοιος like fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc/acc dual ὁμοίᾱ , ὁμοῖος like fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίᾳ — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμοια — επίρρ. βλ. όμοιος … Dictionary of Greek
ὁμοῖα — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμοια — ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίας — ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem acc pl (attic epic ionic) ὁμοίᾱς , ὅμοιος like fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem acc pl ὁμοίᾱς , ὁμοῖος like fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίαι — ὁμοίᾱͅ , ὅμοιος like fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱͅ , ὁμοῖος like fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίαν — ὁμοίᾱν , ὅμοιος like fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὁμοίᾱν , ὁμοῖος like fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμοι' — ὅμοια , ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (attic ionic) ὅμοιε , ὅμοιος like masc voc sg (attic ionic) ὅμοιαι , ὅμοιος like fem nom/voc pl (attic ionic) ὅμοια , ὁμοῖος like neut nom/voc/acc pl ὅμοιε , ὁμοῖος like masc voc sg ὅμοιαι , ὁμοῖος like fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek
όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… … Dictionary of Greek