-
1 ομαιχμος
-
2 ὅμαιχμος
ὅμαιχμ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅμαιχμος
-
3 ὅμαιχμος
ὅμ-αιχμος, mit einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenosse -
4 ομαίχμοις
-
5 ὁμαίχμοις
-
6 όμαιχμοι
-
7 ὅμαιχμοι
См. также в других словарях:
όμαιχμος — ὅμαιχμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται μαζί με κάποιον, σύμμαχος, συμπολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. ίππ αιχμος] … Dictionary of Greek
ὁμαίχμοις — ὅμαιχμος fighting together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμαιχμοι — ὅμαιχμος fighting together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομαίχμια — ὁμαίχμια, τὰ (Α) [όμαιχμος] ομαιχμία* … Dictionary of Greek
ομαιχμία — ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) [όμαιχμος] αμυντική συμμαχία αρχ. φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» συνάπτω συμμαχία με κάποιον β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ομαιχμώ — ὁμαιχμῶ, έω (Α) [όμαιχμος] μάχομαι ως σύμμαχος κάποιου … Dictionary of Greek