-
1 οθιπερ
См. также в других словарях:
όθι — και όθε (Α ὅθι) (ποιητ. τ.) (επίρρ) νεοελλ. 1. οπουδήποτε, όπου («όθι βρεθώ κι όθι σταθώ τον πόνο μου θα λέω») 2. από όπου («όθε βγήκε ο λόγος») αρχ. όπου («ἐν ποταμῷ, ὅθι περ Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφ. αντων. ὅς, ἥ … Dictionary of Greek