-
1 ὁδουρός,
ὁδ-ουρός, u. ὁδ-ούρης, ὁ, den Weg bewachend; ἡ ὁδουρός, ben Weg geleitend, Geleiterin. Den Weg belauernd, von Straßenräubern -
2 ὁδ-ουρός
-
3 ὁδούρης
ὁδ-ουρός, u. ὁδ-ούρης, ὁ, den Weg bewachend; ἡ ὁδουρός, ben Weg geleitend, Geleiterin. Den Weg belauernd, von Straßenräubern
См. также в других словарях:
οδουρός — ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α) 1. οδηγός 2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ουρός (< Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ ουρός, τεμεν ουρός] … Dictionary of Greek
ὁδουρός — conductor masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδουρούς — ὁδουρός conductor masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδουρώ — ὁδουρῶ, έω (Μ) [οδουρός] παρατηρώ, φυλάω τον δρόμο … Dictionary of Greek
οδούρης — ὁδούρης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὁδοῡ ἄρχων ἤ κατάρχων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁδουρός, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ὁδουροῖς — ὁδουρέω keep pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ὁδουρός conductor masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδουρῶν — ὁδουρέω keep pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὁδουρός conductor masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)