-
1 ὄψιμος
ὄψιμος, ον (ὀψέ; Hom. et al.; pap, LXX; as proper name Ath. 6, 1) prim. pert. to a period of time that is relatively late (Il. 2, 325), and esp. in connection with agricultural activity (s. L-S-J-M s.v.); in our lit. of rain that comes in spring (March to April), after the normal rains of the winter season have passed (מַלְקוֹשׁ Dt 11:14; s. Dalman, Arbeit I 122ff; 302 ff al.) ὑετὸς ὄψιμος (w. πρόϊμος, as Dt 11:14; Jer 5:24 al.) late rain, spring rain Js 5:7 v.l. for the subst. (ὁ) ὄψιμος in the same mng. S. πρόϊμος.—DELG s.v. ὀψέ. M-M. -
2 όψιμος
-
3 ὄψιμος
-
4 ὄψιμος
A late, slow, τέρας ὄ. for (concerned with) a late time, Il.2.325: in Prose, late in the season,σπόρος X.Oec. 17.4
, 5, but f.l. for ὄψιος in Thphr.HP1.9.7, al.; of crops, LXX Ex.9.32, PSI4.433.2 (iii B. C.), PCair.Zen.299.2 (iii B. C.);ἐν τοῖς ὀ. τῶν ὑδάτων D.S.1.10
;ὑετὸς πρώϊμος καὶ ὄ. Ep.Jac.5.7
: [comp] Comp.,καιρὸς -ώτερος PFay.133.9
(iii A. D.); recent,ποιητική Plu.2.674f
. Adv.- μως PTeb. 72.361
(ii B. C.), POxy.474.24 (ii A. D.), Procl. ad Hes.Op. 483. -
5 ὄψιμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄψιμος
-
6 ὄψιμος
-ος,-ον + A 2-0-4-1-0=7 Ex 9,32; Dt 11,14; Jer 5,24; Hos 6,3; Jl 2,23far on in time, late Ex 9,32ὑετὸς ὄψιμος late rain (in spring) Dt 11,14 Cf. DOGNIEZ 1992, 189; →NIDNTT -
7 όψιμος
lateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όψιμος
-
8 οψιμωτέραις
-
9 ὀψιμωτέραις
-
10 οψίμως
-
11 ὀψίμως
-
12 όψιμον
-
13 ὄψιμον
-
14 οψιμωτάτου
-
15 ὀψιμωτάτου
-
16 οψιμωτάτω
-
17 ὀψιμωτάτῳ
-
18 οψιμωτέρου
-
19 ὀψιμωτέρου
-
20 οψιμώτατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄψιμος — late masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… … Dictionary of Greek
όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιμώτερα — ὄψιμος late neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)