-
1 όχθοιβοι
-
2 ὄχθοιβοι
-
3 ὄχθοιβος
ὄχθοιβος, ὁ,II neckband,ὄχθοιβοι χρυσία ἔχοντες IG12.387.35
, cf. 22.1388.84, 1400.67; ὄ. ὃν ἡ θεὸς ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ ib.1425.309.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄχθοιβος
См. также в других словарях:
ὄχθοιβοι — ὄχθοιβος purple stripe down the front of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)