Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄχεα

См. также в других словарях:

  • ὀχεά — ὀχεά̱ , ὀχεά cave fem nom/voc/acc dual ὀχεά̱ , ὀχεά cave fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχεά — ὀχεά, ιων. τ. όχεή, συνηρ. τ. ὀχή, ἡ (Α) οπή, σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνητός όρος τής ελληνιστικής εποχής, παρλλ. τού τ. χειή «οπή» (πρβλ. ὀκρυόεις*: κρυόεις)] …   Dictionary of Greek

  • ὀχέα — ὀχέᾱ , ὀχεύς anything used for holding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχεα — ὄχος carriage neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεάς — ὀχεά̱ς , ὀχεά cave fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεῆς — ὀχεά cave fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχεῇσιν — ὀχεά cave fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχέας — ὀχέᾱς , ὀχεύς anything used for holding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …   Dictionary of Greek

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»