-
1 ὄτταβος
-
2 ὄτταβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄτταβος
См. также в других словарях:
ότταβος — ὄτταβος, ὁ (Α) δ. τ. τού κότταβος* … Dictionary of Greek
1 ὄτταβος
2 ὄτταβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄτταβος
ότταβος — ὄτταβος, ὁ (Α) δ. τ. τού κότταβος* … Dictionary of Greek