Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄσχος

См. также в других словарях:

  • ὄσχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσχος — ο (Α ὄσχος και ὦσχος) νεοελλ. αρχιτεκτονική, γλυπτική ή ζωγραφική ελικοειδής απεικόνιση κλαδιού αμπελιού που καταλήγει σε φύλλα και σταφύλια, για διακόσμηση εικονοστασίων, εσωτερικού οικιών, δαπέδων κ.ά. χώρων αρχ. νεαρό κλήμα αμπέλου με τα… …   Dictionary of Greek

  • ὄσχοι — ὄσχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσχον — ὄσχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • οσχοβόρος — ὀσχοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει τους νεαρούς βλαστούς, που καταστρέφει τα νέα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλαδί αμπελιού» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • οσχοφόροι — ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α) οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ώσχος — ὁ, Α βλ. όσχος …   Dictionary of Greek

  • ὦσχοι — ὄσχοι , ὄσχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ozgho- —     ozgho     English meaning: bud, sprout, branch     Deutsche Übersetzung: “Knospe, Pflanzentrieb, Zweig”??     Material: Pehl. azg “bough”, Pers. azaɣ “twig, branch, bud”: Gk. ὄσχος, ὄσχη, ὤσχη “twig, branch, sprout”; die Gk. words possibly… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»