Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄσφρα

См. также в других словарях:

  • όσφρα — ὄσφρα, ἡ (ΑΜ) οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀσφραίνομαι*] …   Dictionary of Greek

  • οσφράδιο — το (Μ ὀσφράδιον) [όσφρα] κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά. νεοελλ. ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο τού μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»