Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὄρϑια

См. также в других словарях:

  • Ὀρθία — Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc/acc dual Ὀρθίᾱ , Ὀρθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθία — ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc/acc dual ὀρθίᾱ , ὄρθιος straight up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱ , ὀρθιάω pres imperat act 2nd sg ὀρθίᾱ , ὀρθιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίᾳ — ὀρθίᾱͅ , ὄρθιος straight up fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθίᾳ — Ὀρθίαι , Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • όρθια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • ὄρθια — ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθιάσας — ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem acc pl (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω pres part act fem gen sg (doric) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὀρθιά̱σᾱς , ὀρθιάζω speak in a high tone fut part act fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθίας — Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem acc pl Ὀρθίᾱς , Ὀρθία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρθίαι — Ὀρθία fem nom/voc pl Ὀρθίᾱͅ , Ὀρθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίαν — ὀρθίᾱν , ὄρθιος straight up fem acc sg (attic doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὀρθίᾱν , ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»