-
41 τρίορχος
τρῐ-ορχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίορχος
-
42 ὀρχηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχηδόν
-
43 ὄρχατος
ὄρχᾰτος, ὁ,A = ὄρχος, row of trees,πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123
;πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2
;οἴνης ὀρχάτους Moschio
Trag.6.12 ; hence alsoὀδόντων ὄ. AP11.374
(Maced.);κιόνων Ach.Tat.5.1
.2 as collective Noun, orchard, garden,ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112
, cf. 24.222, al. ;ὄ. ἠνεμόεις AP9.314
(Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρχατος
-
44 ἔνορχος
ἔν-ορχος: uncastrated, Il. 23.147†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔνορχος
-
45 ὄρχατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρχατος
-
46 ἄνορχος
ἄν-ορχος, ohne Hoden, verschnitten -
47 διατρύγιος
δια-τρύγιος, ὄρχος διατρύγιος, eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen -
48 ἔνορχος
-
49 σείω
- σείω, Endung der Verba, die ein Verlangen zu einer Handlung ausdrücken, desiderativa--------------------------------σείω, (1) schütteln, schwingen, hin- u. herbewegen; Speere, Lanzen schwingen; σανίδας, die Türflügel durch Anpochen erschüttern; von laufenden Pferden u. bes. vom Erdbeben; absolut: τοῠ αὐτοῠ μηνὸς ἱσταμένου ἔσεισε, die Erde schütterte, es war ein Erdbeben. Übertr., einen aufrütteln, anregen wozu. Pass. u. med. erschüttert werden, schwanken, erbeben, sich hin- u. herbewegen; ὄρχος σειόμενος φύλλοισιν, eigtl. am Laube bewegter Garten, in dem sich das Laub bewegt; (2) übertr. wie συκοφαντεῖν, eine falsche Anklage wider einen erheben, um ihn durch Furcht vor dem Prozesse zum Geldzahlen zu zwingen -
50 τρίορχος
τρί-ορχος, (1) ὁ, eine Falken- oder Weihenart; (2) ἡ τρίορχος, eine fabelhafte Pflanze -
51 ὀρχάς 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρχάς 2
См. также в других словарях:
ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ὄρχος — a row of vines masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… … Dictionary of Greek