-
1 ὄρυμα
-
2 ὄρυγμα
A, (ὀρύσσω)
excavation, trench, ditch, moat,Hdt.
1.179,7.23, Th.1.106, OGI483.148 (Pergam., ii A. D.), etc.; tunnel, mine, Hdt.3.60 ;ὀρύσσειν ὀ. ὑπόγαια Id.4.200
; mine, in sieges, X.HG3.1.7, Plb.5.100.2, etc.; also in metal-working, Id.34.10.11 ; at Athens, = βάραθρον, pit into which condemned criminals were thrown, ὁ ἐπὶ τῷ ὀ. the executioner, Din.1.62, cf. Lycurg.121, Poll.8.71.
См. также в других словарях:
όρυμα — ὄρυμα, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ὄρυγμα … Dictionary of Greek
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek