-
1 όρσωμεν
-
2 ὄρσωμεν
-
3 ἀνόρνυμι
1 rouse, strike up ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Morel.: i. e. aor. subj.: ὄρσωμεν codd.) N. 9.8
См. также в других словарях:
ὄρσωμεν — ὄρνυμι ṛṇóti aor subj act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)