-
1 ὄρσο
-
2 ορσο
-
3 όρσο
-
4 ὄρσο
-
5 ὄρσο
-
6 ὀρσο-λοπεύω
ὀρσο-λοπεύω u. ὀρσο-λοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται ϑυμὸς ἔσωϑεν, Aesch. Pers. 10 (v. l. ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von
-
7 ὀρσό-λοπος
ὀρσό-λοπος, zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von ὄρνυμι u. λοπός, λόφος, mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v. l. von ὀρσολοπέομαι ist.
-
8 ὀρσο-τριαίνης
ὀρσο-τριαίνης, ὁ, der Dreizackbeweger, -schwinger, Pind. ϑεός, P. 2, 12, u. allein, Poseidon, Ol. 8, 48 N. 4, 86, in der Form Ὀρσοτρίαινα.
-
9 ὀρσο-δάκνη
ὀρσο-δάκνη, ἡ, Keimnager, eine Art Erdfloh, der die Keime der Pflanzen abbeißt u. zerstört, Arist. H. A. 5, 19; Hesych.
-
10 ὀρσο-θύρη
ὀρσο-θύρη, ἡ, wahrscheinlich eine Thür, zu der man auf Stufen, auf einer Treppe hinansteigt, eine Stufenthür, Od. 22, 126. 333, vgl. bes. 132, ἀν' ὀρσοϑύρην ἀναβαίνειν; nach den alten Erklärern ϑύρα τις ἐπίσημος, ὑψηλοτέραν πρόςβασιν ἔχουσα, auch ἐκτομὰς ϑύρα, δι' ἧς εἰς ὑπερῷον ἀναβαίνουσιν ὀρούοντες ἐπ' αὐτῆς. Auch Simon. bei E. M. 634 b.
-
11 ὀρσολοπεύω
ὀρσο-λοπεύω u. ὀρσο-λοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen -
12 ὀρσολοπέω
ὀρσο-λοπεύω u. ὀρσο-λοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen -
13 ὀρσόθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσόθριξ
-
14 ὀρσοθύρη
A a door high up in the wall, Od. 22.126, 333 ; ἀν' ὀρσοθύρην ἀναβαίη ib. 132 : sens. obsc.,τῆς ὄπισθεν ὀ. Semon.17
[where υ appears to be long]. (θύρα ἐν ὕψει τοῦ τοίχου, Phot., Suid., cf. the second explanation in Hsch.: a form ὀρσορόκα (acc. sg.) given by Apollod. ap. EM633.57 sqq. is apptly. corrupt:— ὀρσοθύρη was derived in antiquity from ὀρούω, EM l. c., etc.: the true etym. is uncertain, but cf. ὄρρος, ὀρρόβηλος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσοθύρη
-
15 ὀρσοθώραξ
ὀρσο-θώραξ, sine expl., Theognost.Can.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσοθώραξ
-
16 ὀρσοθύρη
ὀρσο - θύρη ( ὄρρος): back door, in the side wall of the men's hall ( μέγαρον) of the house of Odysseus, leading into the passage ( λαύρη), Od. 22.126, 132, 333. (See cut No. 83, and plate III., h, at end of vol.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀρσοθύρη
-
17 ὀρσοδάκνη
ὀρσο-δάκνη, ἡ, Keimnager, eine Art Erdfloh, der die Keime der Pflanzen abbeißt u. zerstört -
18 ὀρσοθύρη
ὀρσο-θύρη, ἡ, wahrscheinlich eine Tür, zu der man auf Stufen, auf einer Treppe hinansteigt, eine Stufentür -
19 ὀρσόλοπος
ὀρσό-λοπος, zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig -
20 ὀρσοτριαίνης
ὀρσο-τριαίνης, ὁ, der Dreizackbeweger, -schwinger Poseidon, in der Form Ὀρσοτρίαινα
См. также в других словарях:
ὄρσο — ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρσ' — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg (epic) ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf act (epic) ὄρσα , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 1st sg (epic) ὄρσε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρσο — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
ορσοθύρα — η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη) νεοελλ. η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι αρχ. θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού… … Dictionary of Greek
ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] … Dictionary of Greek
ορσόθριξ — ὀρσόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που ανορθώνει, που σηκώνει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ορσι με συνδετικό φωνήεν ο (βλ. λ. όρνυμι) + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
Πιντεμόντε — (Pindemonte). Όνομα δύο αδελφών Ιταλών ποιητών. 1. Ιππόλυτος (1753 – 1828). Έγραψε πολλά αξιόλογα ποιήματα, τα σπουδαιότερα από τα oποία τιτλοφορούνται Η οφθαλμαπάτη (1784), Αγροτικά ειδύλλια (1788) καιΓαλλία (1789). Τα δύο πρώτα χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek