-
1 ορσ'
ὄρσο, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sgὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sg (epic)ὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf act (epic)ὄρσα, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 1st sg (epic)ὄρσε, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 3rd sg (epic) -
2 ὄρσ'
ὄρσο, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sgὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sg (epic)ὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf act (epic)ὄρσα, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 1st sg (epic)ὄρσε, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 3rd sg (epic) -
3 ὄρσ
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρσ
-
4 ὄρσεο
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρσεο
-
5 ὄρσευ
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρσευ
-
6 ὄρσᾶς
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρσᾶς
-
7 ὄρσασκε
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρσασκε
См. также в других словарях:
ὄρσ' — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg (epic) ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf act (epic) ὄρσα , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 1st sg (epic) ὄρσε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσίτης — ὀρσίτης, ὁ (Α) είδος χορού στην Κρήτη, αλλ. ἐπικρήδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού ὄρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + επίθημα ίτης (πρβλ. εγκρατ ίτης)] … Dictionary of Greek
ορσότης — ὀρσότης, ἡ (Α) ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού όρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + κατάλ. ότης] … Dictionary of Greek
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek