Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὄρπαξ

См. также в других словарях:

  • όρπαξ — (I) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος». (II) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ …   Dictionary of Greek

  • ὄρπαξ — ὄρπᾱξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρπηξ — ὄρπηξ, ηκος, ὁ (ΑΜ, Α αττ. τ. ὅρπηξ, αιολ. και δωρ. τ. ὄρπαξ) 1. νεαρός βλαστός, κλωνάρι ή μικρό δένδρο 2. μτφ. απόγονος αρχ. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από νεαρούς βλαστούς ή από μικρά δέντρα, όπως λ.χ. είναι η βουκέντρα 2. λόγχη, δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»