Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄρνιξ

См. также в других словарях:

  • όρνιξ — ὄρνιξ, ιχος, ὁ (Α) (ιων. και δωρ. τ.) βλ. ὀρνιθα …   Dictionary of Greek

  • ὄρνιξ — ὄρνῑξ , ὄρνις ara masc/fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»