-
1 ὄξυθριξ
A light-haired or bristly-haired, Cat.Cod.Astr.7.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄξυθριξ
См. также в других словарях:
οξύθριξ — ὀξύθριξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά ή αυτός που έχει αγκαθωτά, σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ)] … Dictionary of Greek
οξύτριχος — η, ο (Α ὀξύτριχος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύτριχος ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τής τάξης υπότριχα αρχ. αυτός που έχει οξείες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λεπτό τριχος. Η λ. ως επιστημον. όρος… … Dictionary of Greek
oxytrichine — oxytrichine, a. and n. Zool. (ɒkˈsɪtrɪkaɪn) [f. mod.L. Oxytrichina neut. pl., f. Oxytricha, the typical genus, f. Gr. ὀξυ sharp + θρίξ, τριχ hair (cf. Gr. ὀξύτριχος adj.): see ine1.] a. adj. Belonging to the family Oxytrichina or Oxytrichidæ of… … Useful english dictionary