-
61 ελεήμων
(-όνος), ων, ον милосердный, милостивый; жалостливый, сострадательный, сочувствующий -
62 ελευθερόφρων
(-όνος), ων, ον свободомыслящий -
63 ελληνόφρων
(-όνος), ων, ον симпатизирующий, сочувствующий грекам -
64 εναντιόφρων
(-όνος), ων, ον придерживающийся противоположного мнения; инакомыслящий -
65 επισείων
(-όνος) ο мор. вымпел -
66 ετερόχθων
(-όνος), ων, ον чужеземный -
67 ευγνώμων
(-όνος), ων, ον благодарный, признательный;σας είμαι ευγνώμων — я вам признателен, благодарен
-
68 ευδαίμων
(-όνος), ων, ον1) счастливый, блаженный; 2) благополучный, процветающий; благоденствующий (уст.) -
69 εύφρων
(-όνος), ων, ον благоразумный, здравомыслящий -
70 εχέφρων
(-όνος), ων, ον благоразумный, здравомыслящий -
71 ημιπαράφρων
(-όνος), ων, ον полусумасшедший, полоумный -
72 ήττων
(-όνος), ων, ον меньший;§ οΰχ ήττον (δμως) тем не менее, однако; κατά το μάλλον η ήττον более или мёнее, в некоторой степени -
73 κανών
-
74 κίων
(-όνος) ο колонка; столб;κίων θριαμβικός — триумфальная колонна
-
75 κληρικόφρων
(-όνος), ων, ον сторонник клерикализма -
76 κοτυληδών
(-όνος) η1) бот. семядоля; 2) см. κοτύλη 2 -
77 λαγών
(-όνος) η1) анат. подвздошная область или пах; 2) живот -
78 λαμπηδών
-
79 λατινόφρων
(-όνος), ων, ον исповедующий католическую веру -
80 λιθογνώμων
(-όνος) ο, η знаток драгоценных камней
См. также в других словарях:
ὄνος — white chested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ονος white chested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
Ὄνος λύρας. — (ἀκούων). См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος λύρας ἔκουε καὶ σαλπύγγος ὕς. — См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος τίς ὦτα κινῶν. — См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. — ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα). См. Смыслен, как осел к волынке. ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Υπεριονίων — ονος, ὁ, Α πατρων. ο γιος τού Υπερίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + επίθημα ίων (πρβλ. Δαρδαν ίων: Δάρδανος)] … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek