-
21 ἄξων,-ονος
ὁ N 3 1-0-0-3-2=6 Ex 14,25; Prv 2,9.18; 9,12b; 4 Mc 9,20axle Ex 14,25; course, path (metaph.) Prv 2,9 Cf. LE BOULLUEC 1989, 169 -
22 ἀρχιτέκτων,-ονος
+ ὁ N 3 0-0-1-0-2=3 Is 3,3; 2 Mc 2,29; Sir 38,27director of works, master builderCf. SPICQ 1978a, 149-151; →NIDNTT -
23 αὐτόχθων,-ονος
ὁ N 3 11-1-2-0-0=14 Ex 12,19.48; Lv 16,29; 17,15; 19,34indigenous, native Lv 16,29*Jer 14,8 ὡς αὐτόχθων like a native-כאזרח for MT כארח like a travellerCf. HARLÉ 1988, 42 -
24 βραχίων,-ονος
+ ὁ N 3 33-11-36-33-16=129 Gn 24,18; 27,16; 49,24; Ex 6,1.6Cf. HARLE 1988 111(Lv 7,32); LE BOULLUEC 1989 111(Ex 6,1).298-299(Ex 29,22); WEVERS 1990475(Ex 29,22); →TWNT -
25 γείτων,-ονος
+ ἡ N 3/M 2-1-3-9-1=16 Ex 3,22; 12,4; 2 Kgs 4,3; Jer 6,21; 12,14 -
26 δαίμων, -ονος
+ ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Is 65:11demon for MT גד a goddess of fate and luckCf. HORSLEY 1981, 17; OWEN 1931, 133–153; SEELIGMANN 1940, 389; →NIDNTT; TWNT -
27 κίων,-ονος
ὁ N 3 0-5-0-0-0=5 JgsB 16,25.26.29; 1 Kgs 15,15(bis) -
28 πέπων,-ονος
ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Nm 11,5 -
29 πνεύμων,-ονος
ὁ N 3 0-2-0-0-0=2 1 Kgs 22,34; 2 Chr 18,33 -
30 πρίων,-ονος
ὁ N 3 0-2-2-0-1=5 2 Sm 12,31; 1 Chr 20,3; Is 10,15; Am 1,3; Jdt 3,9saw Is 10,15; serrated mountain ridge Jdt 3,9ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι he assigned (them) to work with saws or he put (them) under the saw, he tortured (them) 2 Sm 12,31, cpr. διέπρισε πρίοσι he sawed (them) with saws 1 Chr 20,3Cf. SHIPP 1979, 473 -
31 στήμων,-ονος
ὁ N 3 10-0-0-0-0=10 Lv 13,48.49.51.52.53 -
32 τέκτων,-ονος
+ ὁ N 3 0-13-9-3-5=30 1 Sm 13,19; 2 Sm 5,11(bis); 1 Kgs 7,2 (14); 2 Kgs 12,12carpenter 2 Kgs 22,6; craftsman, workman Is 44,12τέκτων σιδήρου smith 1 Sm 13,19; τέκτων ξύλων carpenter 2 Sm 5,11; τέκτων λίθων stonemason 2 Sm 5,11; τέκτων χαλκοῦ worker in brass 1 Kgs 7,2→NIDNTT -
33 αηδών
-
34 αιθεροβάμων
(-όνος), ων, ον1) парящий в воздухе; 2) перен. витающий в облаках; мечтательный -
35 ακροχορδών
(-όνος) η бородавка -
36 αλγηδών
(-όνος), άλγησις (-εως) η см. άλγος -
37 αλεκτρυών
(-όνος), αλέκτωρ (-ορός) ο петух -
38 Αλιάκμων
(-όνος) ο р. Альякмон, Алиакмон;тж. Βίστριτσας -
39 αντιβραχίων
(-όνος) ο анат. предплечье -
40 άξων
См. также в других словарях:
ὄνος — white chested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ονος white chested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
Ὄνος λύρας. — (ἀκούων). См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος λύρας ἔκουε καὶ σαλπύγγος ὕς. — См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος τίς ὦτα κινῶν. — См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. — ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα). См. Смыслен, как осел к волынке. ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Υπεριονίων — ονος, ὁ, Α πατρων. ο γιος τού Υπερίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + επίθημα ίων (πρβλ. Δαρδαν ίων: Δάρδανος)] … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek