-
21 ἀτιμία
A dishonour, disgrace,ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.13.142
, Pi.O.4.21, S.El. 1035, etc.;ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Hdt.3.3
;ἀτιμίην προστιθέναι τινί Id.7.11
; ὄνειδος καὶ ἀ. ἔχειν ib. 231; ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος ib. 158; θεῶν ἀ. dishonour done to the gods, E.Heracl.72, Pl.Hipparch. 229c;οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν A.Eu. 796
: pl.,ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀ. Pl.Plt. 309a
, cf. 310e, R. 492d, al.;ὕβρεις καὶ ἀτιμίας D.18.205
, 21.23; indignities, Arist.Pol. 1336b11. -
22 ἐπιφανής
ἐπιφαν-ής, ές,A coming to light, coming suddenly into view, appearing, of gods, Hdt.3.27, etc.: hence, present to aid,θεοὶ -έστατοι D.S.1.17
.2 of places and things, in full view, πόλις ἐ. ἔξωθεν, of a place commanded by another, Th.5.10, cf. 6.96, 7.19 ; τινι to one, ib. 3 ; visible,Arist.
HA 504b23 ; prominent,Gal.
17(2).209.3 manifest, evident,ὄνειδος Democr.218
([comp] Comp.);ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων Th.1.21
;διὰ τὸ μὴ ἐ. εἶναι Arist.EN 1126a23
.II of men, conspicuous, notable, distinguished by rank, Hdt.2.89,al.; οἰκίη οὐκ ἐ. ib. 172 ; notable, either for good or ill, X. Mem.3.1.10, Lys.14.12 ([comp] Sup.); ἀνδρείᾳ for courage, Th.6.72 ;πρὸς τὸν πόλεμον Pl.Lg. 629e
; famous, renowned, Pi.P.7.6 ([comp] Comp.), etc.;ἀνδρῶν ἐ. πᾶσα γῆ τάφος Th.2.43
; of things, places, etc., (Rosetta, ii B.C.);- εστέρα τιμή IPE12.34.22
(Olbia, i B.C.);- έσταται τιμαί IG9(2).1109.10
(Magn.Thess.).2 of things, remarkable, ;- εστάτη χρεία Plb.1.78.11
; - εστάτη μάχη Anon.Hist.Oxy.12ii31.3 as a title of divinities,τῶν -εστάτων θεῶν IG5(1).1179
([place name] Sparta) ; also of Eastern Kings, e.g.Ptolemy V, OG190.5(Rosetta, ii B.C.); Antiochus of Syria, Plb. 26.1a.1, etc.2 with distinction,λαμπρῶς καὶ ἐ. IGRom.4.844
([place name] Phrygia), cf.J.BJ7.3.1 : [comp] Comp.-έστερον, ζην
with greater distinction,Men.
223.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφανής
-
23 ὀνειδίζω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀνειδίζω
-
24 ἀνονειδίστως
ἀνονειδίστως adv. fr. ἀνονείδιστος (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 62 p. 403, 14 Jac. ἀνονείδιστα) without reproaching w. ἀδιστάκτως: χορηγεῖν τινι Hs 9, 24, 2.—DELG s.v. ὄνειδος.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνονειδίστως
-
25 ἐπεῖδον
ἐπεῖδον 2 aor. of ἐφοράω, impv. ἔπιδε, inf. ἐπιδεῖν (s. εἶδον; Hom.+; pap, LXX; TestSol C prol. 2; for Just. s. ἐπιβλέπω; Jos., Bell. 1, 76, Ant. 2, 346; SibOr 5, 329) to fix one’s glance upon, look at, concern oneself with (of God’s concern w. human things: Aeschyl.; Jos., C. Ap. 2, 181) ἐπί τι (1 Macc 3:59; 3 Macc 6:3) Ac 4:29. ἐπί τινι look with favor on someone or someth. 1 Cl 4:2 (Gen 4:4). W. inf. foll. ἀφελεῖν ὄνειδός μου to take away my reproach Lk 1:25. S. ἐφοράω.—HMiddendorf, Gott sieht, diss. Freiburg ’35.—M-M.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek