-
1 όνεαρ
-
2 ὄνεαρ
-
3 ὄνειαρ
A that which brings profit, advantage, Il.22.486, Hes.Op. 822, etc. ; μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ boon for leafy couches, Theoc.13.34.2 means of strengthening, refreshment, Od.4.444, 15.78, Hes.Op.41.3 in pl. ὀνείᾰτα, food, victuals, freq. in Hom. (esp. Od.) in the line . al. ; also of rich presents,τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγων Il.24.367
.
См. также в других словарях:
ὄνεαρ — ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… … Dictionary of Greek