Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄνεαρ

См. также в других словарях:

  • ὄνεαρ — ὄνειαρ that which brings profit neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»