-
1 όμπναι
-
2 ὄμπναι
-
3 πολυωπής
A with many holes or meshes,λίνον AP6.27
(Theaet.);ὀθόνης κόλπος Nic. Al. 323
; πολυωπέες ὄμπναι, i.e. honeycombs, ib. 450:—late poet. fem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυωπής
-
4 ὄμπνη
ὄμπν-η, ἡ,A food, bread-corn,Διόνυσον ὄμπνῃ συντίθησιν Sosith.2.11
(cj. Herm. for δαίνυσι τ' ἔμπης, dub.): in pl. ὄμπναι, cakes of meal and honey, sacrificial cakes, Call. Fr. 123, 268 ; honeycombs,Nic.
Al. 450 ( ὄμπας codd. opt. and Sch.). (The form ὄμπη is found in Nic. l.c., AB287, Hsch., Phot., EM625.52.)II ὄμπνη· τροφή, εὐδαιμονία, Hsch.
См. также в других словарях:
ὄμπναι — ὄμπνη food fem nom/voc pl ὄμπνᾱͅ , ὄμπνη food fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμπνη — ὄμπνη, ἡ (Α) 1. δημητριακός καρπός για τροφή 2. στον πληθ. αἱ ὄμπναι πίτες από αλεύρι και μέλι, που προσφέρονταν σε θυσίες (α. «ὄμπναι πυροὶ μέλιτι πεφυραμένοι», Φώτ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὄμπνη τροφή, ευδαιμονία». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ… … Dictionary of Greek