-
1 συ-στροφή
συ-στροφή, ἡ, das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; ἐξαίσιος συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Uebertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal.
-
2 δομο-σφαλής
δομο-σφαλής, ές, das Haus erschütternd; ὄμβρου κτύπος Aesch. Ag. 1515.
-
3 ὄμβρος
ὄμβρος, ὁ, imber, Regen, Regenguß, Hom. u. Folgende überall; Διὸς ὄμβρος, Il. 5, 91 u. öfter, wie Pind. I. 4, 55; Ζεὺς ὄμβρον πέμψει, Eur. Troad. 78; χειμέριος, Pind. P. 6, 10, wie Eur. Hel. 1497; Aesch. Ag. 1515; πολλοῖσι δ' ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν, Soph. O. C. 351, vgl. Tr. 145; auch allgemein, ὄμβρος ἱερός, das Wasser, O. R. 1428; οὔτε νιφετός, οὔτε ὄμβρος, οὔτε καῦμα, Her. 8, 98; plur., 2, 25; ὄμβρου πολλοῦ γενομένου, Plat. Rep. II, 359 d; Folgde; Arist. mund. 4, 6 unterscheidet ihn von ὑετός, ὄμβρος γίγνεται κατ' ἐκπιεσμὸν νέφους εὖ μάλα πεπαχυμμένου· ὑετὸν καλοῦμεν ὄμβρον μείζω καὶ συνεχῆ συστρέμματα ἐπὶ γῆς φερόμενα. – Uebertr.; μέλας ὄμβρος χαλάζης αἱματοῦς, Soph. O. R. 1279; πυρὸς ὄμβροις αἰϑόμενος, Opp. Hal. 3, 22, der auch ὄμβρους ἀναγκαίους, Cyn. 4, 443, den Urin nennt; Nonn. braucht es vom Thränenstrom, D. 16, 345. 365. 32, 297, vom Wein, 13, 266. 41, 125, von Oel, 15, 62, vom männlichen Saamen, 25, 115, von Pfeilen, 22, 336, vom Blute, 32, 239; αἵματος, Tryphiod. 20; u. so a. sp. D. häufig übertr.
-
4 συστροφή
συ-στροφή, ἡ, das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschar; ἀνέμου, Wirbelwind; ὄμβρου, Platzregen; ὑδάτων, Strudel; Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. Übertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks
См. также в других словарях:
ὄμβρου — ὄμβρος storm of rain masc gen sg ὀμβρόω imbricitur pres imperat act 2nd sg ὀμβρόω imbricitur imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ό)μβρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek
σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… … Dictionary of Greek
χνοώ — άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς] (για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδι αρχ. 1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.) 3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» οι … Dictionary of Greek