Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὄλυρα

См. также в других словарях:

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

  • ὀλύρα — ὀλύ̱ρᾱ , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλυρα — ὄλῡρα , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολύρινος — ὀλύρινος, η, ον (Α) [όλυρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα* 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ολυρίδιον — ὀλυρίδιον, τὸ (Α) [όλυρα] υποκορ. τού όλυρα* …   Dictionary of Greek

  • ολυρόκριθον — ὀλυρόκριθον, τὸ, ή ὀλυρόκριθος, ὁ (Α) μίγμα από όλυρα* και κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + κριθή] …   Dictionary of Greek

  • ὀλύρας — ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem acc pl ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пырей — I пырей род. п. ея I растение Triticum rереns , укр. пирiй, перiй пырей , блр. пырнiк – то же, русск. цслав. пыро ὄλυρα, κέγχρος, болг. пирей пырей (Младенов 423), сербохорв. пи̏р м. полба , словен. рȋr м., pira ж. полба , чеш. pyr, pyř пырей …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Triticum dicoccum —   Triticum dicoccum …   Wikipedia Español

  • пыро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὄλυρα) горох (Иез. 4, 9), пшеница, мука …   Словарь церковнославянского языка

  • εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»