-
1 όλοι
-
2 ὅλοι
-
3 όλοι'
-
4 ὄλοι'
-
5 όλοι
1) everybody2) everyoneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όλοι
-
6 ὁλοί-τροχος
ὁλοί-τροχος, od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προςιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch ὀλοοίτροχος. Ueber die Verlängerung des ο in οι s. Lob. Phryn. 648. – An eine Ableitung von ὄλλυμι, ὀλοός, gleichsam Verderben rollend, zum Verderben Anderer herabrollend, ist schwerlich zu denken, wenn es auch etymologisch möglich wäre, das Wort so zu erklären.
-
7 Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
• Все вместе, а шелудивый врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
-
8 Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
– Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ– Όταν περνάς από τον τόπο μονόφθαλμων, κάνε και συ μονόφθαλμο– Όταν είσαι στη Ρώμη, κάνε ό,τι κάνει η Ρώμη• С волками жить, по-волчьи выть• С воронами по-вороньи каркатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπως κουτσαίνουν όλοι, κούτσαινε και συ
-
9 Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
– Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι– Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της– Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι• Сказал другу, а пошло по кругу• Свинья борову, а боров всему городу• Скажешь курице, а она всей улицеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι
-
10 Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είν' όλοι μαγέροι
• Не всяк, кто на коне, князьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όσοι φορούν μαχαίρι, δεν είν' όλοι μαγέροι
-
11 Δεν είναι όλοι ευσεβείς που παν στην εκκλησία
• Всяк крестится, не всяк молитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν είναι όλοι ευσεβείς που παν στην εκκλησία
-
12 Μια ζωή χρωστάμε όλοι μας
• Все за что мы обязаны в жизни – это сама жизньИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια ζωή χρωστάμε όλοι μας
-
13 Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
• Все дороги ведут в РимИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
-
14 ὁλοίτροχος
ὁλοί-τροχος, od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein; πέτροι, die runden, festen Muskeln des Fechterarms -
15 όλος
η, ο[ν] весь, целый;καθ' όλον το έτός весь год, в течение всего года; δι' όλης της ημέρας (της νυκτός) весь день (всю ночь); όλοι μας (όλοι σας, όλοι τους κτλ.) все мы (все вы, все они и т. д.); § όλοι-όλοι (δλα-δλα, όλο-όλο) всего, всего-навсего, только; όλα κι' όλα только не это; всё, кроме этого; εν όλω или τό όλον всего; итого; μ' όλο πού... или μ' όλον ότι... или παρ' όλο πού... несмотря на то, что...; παρ' όλα αυτά или μ' όλ' αυτά или μ' όλα ταύτα и всё-таки, несмотря на всё это; με τα όλα του как надо; всеми силами; настойчиво; με όλη μου την καρδιά всей душой; ανάμεσα σ' όλα τ' ΰλλα а) в том числе; б) в довершение всего; μεσ' (σ)τά όλα смело, бесстрашно, презирая опасность -
16 εξαίρεση
[-ις (-εως)] η1) удаление, извлечение, изъятие; 2) исключение; единичный случай;δεν κάνω εξαίρέσεις — не делать исключений;
όλοι χωρίς ( — или δίχως) καμμιά εξαίρεση — или όλοι άνευ ουδεμιάς εξαίρέσεως — все без исключения;
κατ' εξαίρεσιν — или σαν εξαίρεση — в виде исключения, как исключение;
εξαίρέσει — за исключением, исключая, кроме;
3) освобождение, избавление;εξαίρεση από τον στρατό — освобождение от службы в армии, от военной службы;
4) отвод (кандидата и т. п.);εξαίρ μάρτυρα (δικαστή) — отвод свидетеля (судьи);
5) мед. удаление -
17 χώρια
επίρρ.1) отдельно, раздельно; врозь, порознь; в отдельности; 2) не считая, без;§ είναι σαράντα χρονών χώρια τα καλοκαίρια — лет ему мало, а живёт давно (о людях, скрывающих свой возраст);
όλοι όλοι αντάμα κι' ο ψωριάρης χώρια — погов, все вместе, а шелудивый врозь
-
18 στρόβῑλος
στρόβῑλος, ὁ, ein jeder gedrehte, gerundete od. sich drehende Körper, Kreisel, ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ κινοῠνται, Plat. Rep. IV, 436 d u. Andere; so auch wohl Ar. Pax 829 zu nehmen: εὐδαιμονέστερος φανεὶς τῶν Καρκίνου στροβίλων, komisch, die Söhne des Karkinus, welche Brummkreisel sind, wahrscheinlich Tänzer, od. nach den Schol. διὰ τὸ τραχὺ τοῠ σώματος ἢ πρὸς τὸ τοῠ Καρκίνου ὄνομα παίζων· ὀστρακόδερμοι γὰρ οἱ καρκίνοι καϑάπερ καὶ οἱ στρόβιλοι, τοὐτέστιν οἱ κοχλίαι ἢ οἱ ϑαλάττιοι κήρυκες, also auch eine Schneckenart; – Ion bei Ath. III, 91 e sagt vom Igel στρόβιλος ἀμφ' ἄκανϑαν εἱλίξας δέμας κεῖται. – Wirbel, Strudel, bes. ein Wirbelwind mit dem Zuge nach oben, B. A. 302; Arist. de mundo 4, 15; vgl. Luc. Tox. 19; Ael. H. A. 15, 2. – Ein Tanz, wahrscheinlich eine Art Walzer, VLL.: vgl. Ath. XIV, 630 a. – Fichten- od. Tannenzapfen, Zirbelnuß, Lob. Phryn. 387; eine Art Fichte od. Kiefer selbst, Geopon.; Plut. qu. graec. 3, 2. 5, 3. – Auch ein kegelförmiger Ohrenschmuck. – [Ι, in der Regel lang, ist Crinag. 6 (VI, 232) kurz gebraucht.]
-
19 ἀντι-φλέγω
ἀντι-φλέγω, entgegenleuchten lassen, αὐτῷ ὅλοι ὀφϑαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα Pind. Ol. 3, 21.
-
20 γελώ
(α) (αόρ. (ε)γέλασα, παθ. αόρ. (ε)γελάστηκα) 1. αμετ.1) смеяться;γελώ με την καρδιά ( — или ψυχή) μου — смеяться от души;
γελώ με κάποιον, κάτι — смеяться над кем-л., чём-л.;
κάνω κάποιον να γελάσει — смешить кого-л.;
γελώ χωρίς όρεξη — смеяться сквозь зубы;
2) улыбаться;αυτή μού γέλασε она мне улыбнулась; 3) радоваться, сиять от радости;γελούσε ολόκληρος απ' τη χαρά του — он весь сиял от радости;
γελούν και τ' αυτιά του — он вне себя от радости;
§ είναι γιά να γελας και να κλαις — и смех и грех;
γελώ κάτω απ' τα μουστάκια ( — или από τα χείλη) μου — посмеиваться в усы, про себя;
είναι γιά να γελάν οι κόττες — курам на смех;
2. μετ.1) смеяться, насмехаться (над кем-л.); разыгрывать (кого-л.);όλοι τον γελούν — над ним все смеются;
2) обманывать, надувать;με γέλασαν στα χαρτιά меня надули в карты; 3) обманывать; совращать, соблазнять;1) — обманываться, ошибаться, заблуждаться;γελιέμαι, γελιούμαι
2) быть обманутым (о девушке, женщине);§ βγαίνω γελασμένος — прогадать, просчитаться
См. также в других словарях:
ὄλοι' — ὄλοιο , ὄλλυμι destroy aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλοι — ὅλοξ masc nom/voc pl ὅλος whole masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek