-
1 ὄκωχα
-
2 ὄκωχα
-
3 ἀνοκωχή
ἀνοκωχή, ἡ, redupl. formA = ἀνοχή (cf. ὄκωχα [tense] pf. of ἔχω), stay, cessation,κακῶν Th.4.117
; ἀ. νομῆς a stay in the spreading of the ulcer, Aret.SD2.9, cf. 1.8.2 esp. cessation of arms, truce, δι' ἀνοκωχῆς γίγνεσθαί τινι to be at truce with one, Th.1.40; ἀ. ἐστί τινι πρός τινα one party has a truce with another, Id.5.32.II hindrance,τριβὴ καὶ ἀ. τῶν Ἐλλήνων Id.8.87
. (Archaic word used by Th. acc. to D.H.Amm.2.3. Mss. generally have the corrupt form ἀνακωχή, which gave rise to a deriv.παρὰ τὸ ἄνω τὰς ἀκωκὰς ἔχειν EM96.52
: but Hsch. gives the correct form. Ammon.Diff.19 attempts to distinguish the forms.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοκωχή
См. также в других словарях:
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… … Dictionary of Greek
μετοκωχή — μετοκωχή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετοχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν οκωχή, κατ οκωχή] … Dictionary of Greek