Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄγκινος

См. также в других словарях:

  • όγκινος — ὄγκινος, ὁ (Α) 1. άγκιστρο, αρπάγη 2. μέρος τής ακίδας τού βέλους 3. όργανο βασανισμού που έμοιαζε με νύχια γαμψώνυχου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncinus < uncus «άγκιστρο, αγκύλος» (βλ. λ. όγκος [II])] …   Dictionary of Greek

  • ὀγκίνους — ὄγκινος hook masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκίνων — ὄγκινος hook masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγκινοι — ὄγκινος hook masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκινάρα — ὀγκινάρα, ἡ (Α) πιθ. το βασανιστήριο όργανο ὄγκινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκινος + μεγεθ. κατάλ. άρα] …   Dictionary of Greek

  • укоть — ж. крюк , церк., др. русск. укоть коготь, якорь , также юкоть – то же, сербск. цслав. ѫкоть ж. ὄγκινος. Родственно лит. ankа веревочная петля (Бецценбергер, Lit. Forsch. 96), петля, на которой висит рея , др. инд. aŋkas м. крюк, скоба , осет.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • άγκινας — ο και αγκινάρι, το 1. τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο 2. το κυρτό πάνω άκρο τού αδραχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄγκινος (= αγκίστρι) …   Dictionary of Greek

  • ογκινίσκος — ὀγκινίσκος, ὁ (ΑΜ) [όγκινος] μικρό άγκιστρο, μικρή αρπάγη …   Dictionary of Greek

  • ογκινωτός — ή, ό [όγκινος] αυτός που το άκρο του έχει αγκιστρωτά δόντια («ογκινωτός ήλος» ειδικό καρφί για το κάρφωμα τού ξύλινου σκελετού τών πλοίων, η χάρπα) …   Dictionary of Greek

  • ank-2, ang- —     ank 2, ang     English meaning: “to bend, bow, *flex; wangle; turn; curve, snake coil, anchor”     Deutsche Übersetzung: “biegen”     Material: Illyr. TN Encheleae (Enchelleae) Illyr. TN associated with the coils of the snake, Ilirus and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»