-
1 ὄγδοος
A eighth, Il.7.223, etc. ; ὀγδόη (sc. ἡμέρα),ὀγδόῃ τῆς πρυτανείας IG12.374.416
;ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Plu.Thes.36
. [ ὄγδοον as disyll., Od.7.261 = 14.287 (s. v. l.): ὄγδος late spelling in Ostr. 922, etc.]
См. также в других словарях:
όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… … Dictionary of Greek