Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄαροι

См. также в других словарях:

  • Ὄαροι — Ὄαρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄαροι — ὄαρος converse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»