-
1 στέμμα
A wreath, garland, chaplet, esp. of the priest's laurel-wreath, wound round a staff,στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶ.. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Il.1.14
, 373; σκῆπτρον καὶ σ. θεοῖο ib.28, cf. E.Andr. 894; sts. worn on the head,σ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Pl.R. 617c
; Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν σ. from shrine with chaplcts decked, Ar.Pl.39, cf. E. Ion 1310, Th.4.133; used in sacrificial ceremony, στέμμασι πυκασθείς (of victim) Hdt.7.197, cf. SIG1025.31 (Cos, iv/iii B.C.); σ. πάλας, as a prize, Epigr.Gr. 247 ([place name] Mysia); στέμματ' Ὀλυμπιάδων ib.881 ([place name] Cyzicus), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων an official connected with the crowns of office of magistrates (cf. στεπτικός, στέφανος), PFay. 87i10 (ii A.D.), POxy.2130.7 (iii A.D.), cf. PRyl.77.28 (ii A.D.).2 Sch.S.OT3 says the στέμματα were wreaths of wool wound round the olive-branch; henceστέμματα ξήνασ' E.Or.12
.II in pl., στέμματα pedigrees, family trees, Plu. Num.1; Lat. stemmata quid faciunt? Juv.8.1, cf. Plin.HN35.6. -
2 στέμμα
στέμμα, τό, der Kranz, die Binde; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα ϑεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, σκῆπτρον, wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῠν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ στέμμα καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.
-
3 κράσπεδον
κράσπεδον, τό, das Aeußerste an einer Sache, der Saum, Rand, bes. am Kleide; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις Eur. Med. 524; στεμμάτων Ar. Vesp. 476; πορφυρίδα ἠμφιεσμένον ἔχουσαν χρυσᾶ κράσπεδα Ath. IV, 159 d; Theocr. 2, 53 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 21; auch von Bergen, ὑποκαταβαίνοντες ἐς τὰ κράσπεδα τῶν ὀρῶν Xen. Hell. 4, 6, 8; αἰγιαλοῦ Dionys. 10 (VII, 78). – Beim Heere der Flügel; στρατοπέδου Eur. Suppl. 683; τοὺς πελταστὰς ἐπὶ τὰ κράσπεδα ἑκατέρωϑεν καϑίστασϑαι Xen. Hell. 3, 2, 16. – Die Ableitung ist dunkel. Vgl. κροσσαί.
См. также в других словарях:
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek