-
1 αλεκτρυών
ἀλεκτρυώνcock: masc nom /voc sg——————ἀλεκτρυών, ἀλεκτρυώνcock: masc nom /voc sg -
2 Αλεκτρυών
-
3 Ἀλεκτρυών
-
4 Ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών: father of Leïtus, Il. 17.602†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλεκτρυών
-
5 ἀλεκτρυών
ἀλεκτρυών, - όνοςGrammatical information: m. f.Meaning: `cock' (Thgn.).Dialectal forms: Myc. arekuturuwo \/Alektruōn\/ PN.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: The word seems built on ἀλέκτωρ, - ορος m. `cock' (Pi.) with the suffix - υων, as in ἀλκυών?; a little surprising as the suffix is rare. ἀλέκτωρ is the agent noun of ἀλέξω `ward off' (q. v.).Page in Frisk: 1,68Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλεκτρυών
-
6 ἀλεκτρυών
ἀλεκτρυών, όνος, ὁ a male chicken, cock, rooster (on the formation s. DELG s.v. ἀλέξω Thème II p. 50; since Theognis 864; Cratinus 108, κοκκύζει 311; POxy 1207, 8; Michel 692, 5 [I A.D.]; SIG 1173, 16; 3 Macc 5:23; PGM 3, 693; 701) Gospel Fgm. from the Fayum (Kl. T. 83, p. 23, 10, cp. Mk 14:26–31 and par.).—B. 174. -
7 ἀλεκτρυών
Βλ. λ. αλεκτρυών -
8 ἁλεκτρυών
Βλ. λ. αλεκτρυών -
9 ἀλεκτρυών
-όνος + ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 5,23 -
10 ἀλεκτρυών
2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυών
-
11 'λεκτρυών
ἀλεκτρυών, ἀλεκτρυώνcock: masc nom /voc sg -
12 καλεκτρυών
-
13 κἀλεκτρυών
-
14 Αλεκτρυόν'
Ἀλεκτρυόνα, Ἀλεκτρυώνmasc acc sgἈλεκτρυόνι, Ἀλεκτρυώνmasc dat sgἈλεκτρυόνε, Ἀλεκτρυώνmasc nom /voc /acc dual -
15 Ἀλεκτρυόν'
Ἀλεκτρυόνα, Ἀλεκτρυώνmasc acc sgἈλεκτρυόνι, Ἀλεκτρυώνmasc dat sgἈλεκτρυόνε, Ἀλεκτρυώνmasc nom /voc /acc dual -
16 αλεκτρυόν'
ἀλεκτρυόνα, ἀλεκτρυώνcock: masc acc sgἀλεκτρυόνι, ἀλεκτρυώνcock: masc dat sgἀλεκτρυόνε, ἀλεκτρυώνcock: masc nom /voc /acc dual -
17 ἀλεκτρυόν'
ἀλεκτρυόνα, ἀλεκτρυώνcock: masc acc sgἀλεκτρυόνι, ἀλεκτρυώνcock: masc dat sgἀλεκτρυόνε, ἀλεκτρυώνcock: masc nom /voc /acc dual -
18 καλεκτρυόνα
-
19 κἀλεκτρυόνα
-
20 κέρκος
Grammatical information: f.Compounds: Compp. e. g. κερκο-φόρος `with a tail', ἄ-κερκος `tailless' (Arist.); on κέρκουρος and κέρκωψ s. v.Derivatives: The diminutives κερκίς (s. v.) and κερκίον (Aq., Sm., Thd.); also the animal's names κέρκα ἀκρίς H.(s.v.), κερκώπη name of a cicada (Ar.; Strömberg Wortstudien 16; cf. on Κέρκωπες), prob. also κέρκαξ ἱέραξ H. and (with unclear, perhaps corrupt ending) κέρκνος ἱέραξ, η ἀλεκτρυών H. (after the long or characteristic tail; κέρκος itself is glossed by H. a. o. with ἀλεκτρυών; cf. however also on κρέξ); - κέρκωσις `tail-like growth' (medic.); κερκέτης τὸ μικρὸν πηδάλιον H. (Paus. Gr. Fr. 118).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As opposed to οὑρά κέρκος, perh. prop. `stave, rod' (s. on κερκίς), seems to come from the lowly language. Origin unknown. Doubtful hypotheses (to κρέκω?, κρίκος, κίρκος?, MIr. corc `covering with hair', from *κερ-κρ-ος dissimil.?) are given by Bq (with Add. et Corr.). Rather Pre-Greek.Page in Frisk: 1,830-831Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρκος
См. также в других словарях:
ἁλεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυών — cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
κἀλεκτρυών — Ἀλεκτρυών , Ἀλεκτρυών masc nom/voc sg ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνα — Ἀλεκτρυών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνα — ἀλεκτρυών cock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνας — Ἀλεκτρυών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνας — ἀλεκτρυών cock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνε — Ἀλεκτρυών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)