Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κερκίς

См. также в других словарях:

  • κερκίς — weaver s shuttle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίς — (I) η (ΑΜ κερκίς, ίδος) βλ. κερκίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λεγκουμινίδες ή φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cercis < cerc (πρβλ. κέρκος) + κατάλ. ις] …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — κερκίς weaver s shuttle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδας — κερκίς weaver s shuttle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδες — κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδι — κερκίς weaver s shuttle fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδος — κερκίς weaver s shuttle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδων — κερκίς weaver s shuttle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίσιν — κερκίς weaver s shuttle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • κερκίδ' — κερκίδα , κερκίς weaver s shuttle fem acc sg κερκίδι , κερκίς weaver s shuttle fem dat sg κερκίδε , κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»