-
21 ἀει-φανής
ἀει-φανής, ές, stets leuchtend, von Sternen, Arr. Ind. 24, 6; der Polarkreis, Plut. plac. phil. 2, 12; vgl. D. Pers. 583.
-
22 ἀει-φλεγής
ἀει-φλεγής, ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
-
23 ἀει-χρόνιος
ἀει-χρόνιος, immerwährend, Strat. 71 (XII, 229).
-
24 ἀει-βρυές
-
25 ἀει-εστώ
-
26 ἀει-κτυπέων
ἀει-κτυπέων, κεραυνός, immer tosend, Qu. Sm. 1, 677.
-
27 ἀει-ζωΐα
ἀει-ζωΐα, ἡ, ewiges Leben, Sp.
-
28 ἀει-γενεσία
ἀει-γενεσία, ἡ, fortwährendes Entstehen, Sp.
-
29 ἀει-γενετῆρες
ἀει-γενετῆρες ἁπάντων, fortwährend Alles hervorbringend, Orph. H. 7, 5.
-
30 ἀει-γεννής
ἀει-γεννής stand vor Bekk. für - γενής Plat. Legg. VI, 773 e.
-
31 ἀει-γενής
ἀει-γενής, ές, wie das hom. αἰειγενέτης, stets seiend, ewig, neben ἀϑάνατος Plat. Conv. 206 e u. sonst. Bei Plut. Is. et Os. 57 scheint es in eigtl. Bdtg, immer entstehend, genommen.
-
32 ἀει-γνήτη
-
33 ἀει-ζώων
-
34 ἀει-κῑνησία
ἀει-κῑνησία, ἡ, stete Bewegung, Gal.
-
35 ἀει-κῑνητος
ἀει-κῑνητος, Plat. Phaedr. 245 c. – Adv. - τως, Arist. mund. 6.
-
36 ἀει-δουλία
ἀει-δουλία, ἡ, stete Knechtschaft, Poll.
-
37 ἀει-μνημόνευτος
ἀει-μνημόνευτος, stets erwähnt, Ios.
-
38 ἀει-βλαστής
ἀει-βλαστής, ές, immer sprossend, Theophr.
-
39 ἀει-βλάστησις
ἀει-βλάστησις, ἡ, das beständige Sprossen, Theophr.
-
40 ἀει-ναής
ἀει-ναής (- ναέεσσιν ὑδάτεσσι, f. L. ἀειάντεσσι). immer fließend, Nic. frg. bei Ath. II, 61 a.
См. также в других словарях:
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)