-
121 ἀργυρ-ώδης
ἀργυρ-ώδης, ες, silberhaltig, τόπος Xen. Vect. 4, 3.
-
122 ἀργιλλ-ώδης
-
123 ἀ-φυής
ἀ-φυής, ές, ohne Naturanlagen, πρός τι, für etwas, Plat. Phaed. 96 c; οὐκ ἀφυής, talentvoll, Conv. 218 a; Xen. Cyr. 1, 6, 32; Pol. 4. 38 τόπος ἀφυέστατος, unpassend; ταῖς δυνάμεσι 1, 30; ἀφυέστατος τὴν οἰκονομίαν, in Beziehung auf, in, 16, 21; Ggstz εὐφυής Plat. Rep. V, 455 b; oft geradezu dumm, Isocr.; Soph. Phil. 1014 im guten Sinne, schlicht, Schol. ἄκακον ἀπὸ φύσεως. Auch von körperlicher Schönheit, σῶμα οὐκ ἀφυής Xen. Cyr. 2, 3, 7. – Adv. ἀφυῶς, z. B. διακεῖσϑαι πρός τι, nicht geeignet sein wozu, Pol. 1, 88; ebenso ἀφυῶς ἔχειν, Philo.
-
124 ἀ-φεγγής
ἀ-φεγγής, ές (φέγγος), ohne Licht, dunkel, unsichtbar, ὀδμή Aesch. Prom. 115; φῶς Soph. O. C. 1546, das der blinde Oedipus nicht sieht; unglücklich, 1478 ch.; νυκτὸς βλέφαρον Eur. Phoen. 546; καὶ καταχϑόνιος τόπος Dion. Hal. 8, 52.
-
125 ὀχυρός
ὀχυρός, = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρϑενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσϑαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
-
126 ἀγριόω
ἀγριόω, wild machen, pass. verwildern, zunächst von Pflanzen, Theophr.; vom Lande, ὁ τόπος ἠγρίωτο βάτοις Long. 1, 20; πρόςωπον, ein Gesicht, auf dem sich der Zorn ausdrückt, Xen. Cvr. 1, 4, 24; übertr. erzürnen, Soph. Phil. 1303; ἐπὶ τοῖςδε οὐκ ἠγριούμην Eur. El. 1030, wie Plut. Pyrrh. 15; Luc. πέλαγος ἠγριωμένον Tox. 20; γλῶσσα ἠγρίωται Ar. Ran. 896; Plut. ἠγριώϑησαν πρὸς αὐτόν, wurden gegen ihn erbittert, Pericl. 34; das act. erst bei Sp.
-
127 ἀγρο-νὁμος
ἀγρο-νὁμος, landbewohnend (VLL. οἱ ἐν ἀγροῖς διατρίβοντες), Νύμφαι Od. 6, 106 ( ἅπαξ εἰρημ.; Megaklides las ἀγρόμεναι παίζουσιν ἀνὰ δρία παιπαλόεντα, s. Scholl.); von Thieren, auf dem Felde lebend, ϑῆρες Aesch. Ag. 140; αὐλαί, ländl. Wohnungen, Soph. Ant. 782; πλάκες O. R. 1103, wo Herm. ἀγρόνομοι schreibt, denn Schol. erkl. τόπος ἔνϑα τὰ ἄγρια νέμεται; D. Per. 187 steht ἀγρόνομοι Μασυλῆες falsch; Mel. 111 (VII, 196) ἀγρονόμη μοῠσα, ländlicher Gesang, – ὁ ἀγρονόμος, s. d. Vor.
-
128 ἀκοναῖος
ἀκοναῖος ( τόπος), Nic. Al. 41, nach Schol. ἐν οἷς γίγνονται αἱ ἀκόναι.
См. также в других словарях:
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek